Για όσους προσμένουν με ανυπομονησία τη Βασιλεία του Χριστού
(Λέγει αυτώ Σίμων Πέτρος, Κύριε που υπάγεις ; απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς, όπου εγώ υπάγω, ου δυνασαί μοι
νυν ακολουθήσαι, ύστερον δε ακολουθήσεις μοι)
Αργά περπατά ο Χριστός, αγαπητά αδέλφια. Προσέχει που θα
σταθεί το άγιο πόδι Του, γιατί δεν θέλει να σταθεί στο αίμα. Επιλέγει στενά
σοκάκια στη γη, στενόχωρα, γιατί δεν μπορεί να περπατά στην πλατιά ιδιοκτησία
της αμαρτίας.
Ξεγλιστρά ανάμεσα στους ληστές, διαγκωνιζόμενος διαρκώς, γιατί
πρέπει να περάσει μπροστά.
Έρχεται φερ’ ειπείν ο Χριστός σε μας σαν φιλοξενούμενος και
μας ρωτά :«Δείξτε μου δρόμο χωρίς αίμα, χωρίς αμαρτία και χωρίς ληστές !».
Ποια απάντηση θα μπορούσαμε να Του δώσουμε ; Που θα βρίσκαμε
δρόμο άξιο του βαδίσματός Του ;Εάν κόχλαζε όλο το ξεραμένο αίμα από τη γη, η γη
θα παρουσίαζε ένα ωκεανό αίματος. Εάν άναβε φωτιά σε κάθε μέρος ατιμασμένο από
την αμαρτία, η γη θα είχε μεταμορφωθεί σε μια φλεγόμενη κόλαση. Εάν είχαν
αναστηθεί όλοι οι νεκροί ληστές και παρέλαυναν στη γη μαζί με τους ζωντανούς, η
γη θα ήταν ένα αδιάβατο δάσος ανθρώπινων σωμάτων.
Δεν θα μπορούσαμε να του πούμε : «Πήγαινε, Κύριε, στις
πόλεις». Γιατί οι πόλεις σημαίνουν άθροισμα και εγγύτητα. Κι αυτά τα δύο
προκαλούν κα δυναμώνουν την αμαρτία.
Δεν θα μπορούσαμε να Του πούμε : «Πήγαινε Κύριε στα χωριά». Διότι
δεν υπάρχει χωριό που να μη μοιάζει με τη χώρα των Γαδαρηνών, καταφύγιο κακών
πνευμάτων.
Δεν θα μπορούσαμε να Του πούμε : «Πήγαινε
Κύριε στο δάσος». Γιατί το δάσος είναι παλιός σύμμαχος των ληστών και των
αμαρτωλών. Στο δάσος ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ.
Δεν θα μπορούσαμε να Του πούμε : «Πήγαινε Κύριε στη
θάλασσα». Η θάλασσα είναι τάφος των πειρατών, των τυχοδιωκτών και της πολεμικής
δόξας.
Δεν θα μπορούσαμε να Του πούμε : «Πήγαινε Κύριε στον αέρα».
Και από τον αέρα ο άνθρωπος διέπραξε εγκλήματα πάνω στα αδέλφια του.
Εμείς οι απλοί θνητοί, βαδίζουμε χωρίς φόβο και επιφύλαξη
στα βήματα των σκυλιών, των τίγρεων, των υαινών και των καμηλών. Όμως, ποιος
από μας θα τολμούσε να προτείνει στο Χριστό : «Πήγαινε Υιέ του Θεού, με τα
βήματα που πηγαίνουμε εμείς ;». Κανείς. Μόνο ένα θα μπορούσαμε να του πούμε
όλοι εμείς : «Μην έρχεσαι Κύριε, μέχρι να κτίσουμε δρόμο για Σένα!».
Εμεις οι απλοί θνητοί, μπορούμε να ξαποστάσουμε σε κάθε
σπίτι. Όμως, ποιος από μας θα ήξερε να δώσει στο Χριστο την απάντηση στο
ερώτημα : «Που είναι το σπίτι όπου εγώ θα μπορούσα να ξαποστάσω ;».
Εγώ εσύ και κάποιος τρίτος θα του δίναμε τρεις διαφορετικές
απαντήσεις.
Εγώ θα του έλεγα : « Εσύ είσαι βασιλιάς Κύριε, πήγαινε στα
παλάτια !». Όμως, θα είχα κάνει λάθος. Λίγες φορές έγιναν τα παλάτια χώρα των
Γαδαρηνών, καταφύγιο των κακών πνευμάτων ; Μπορεί ο Χριστός να φιλοξενηθεί στον
Ηρώδη και στον Νέρωνα ;
Εσύ θα του έλεγες : «Πήγαινε στους ναούς Κύριε, εσύ είσαι ο
αρχιερέας». Όμως, θα είχες κάνει λάθος. Πως θα μπορούσε να ξαποστάσει ο Χριστός
στον ναό τον περικυκλωμένο από τα οστά των νεκρών και λερωμένο από ακάθαρτες
προσευχές και ανόητες επιθυμίες ;
Κάποιος τρίτος θα του έλεγε : « Εσύ κύριε είσαι φίλος των
φτωχών, πήγαινε στο σπίτι των ψαράδων, όπως πήγες στον Πέτρο και τον Ανδρέα».
Όμως, ποιος βεβαιώνει ότι οι ψαράδες θα του προσφέρουν ψάρι και όχι φίδι ;Ή αλλιώς
θα του έλεγε : «Πήγαινε Κύριε στο σπίτι των πλουσίων όπως του Ζακχαίου και
Νικοδήμου». Όμως, ποιος ξέρει εάν στα γεμάτα χλιδή και αμαρτία σπίτια θα βρεθεί
αέρας για τον Χριστό; Ποιος ξέρει εάν στα σπίτια τα γεμάτα γλυκά θα βρεθεί
κάποιο ψίχουλο για τον Χριστό ;
Κι έτσι κάνουμε λάθος και εγώ και εσύ και αυτός. Όπου κι αν
πατούσε ο Χριστός, το βάδισμά του θα ζωντάνευε όλη την ιστορία του τόπου
εξαρχής. Εάν εγώ τον έμπαζα στο παλάτι και έβλεπα όλα εκείνα που ζωντανεύουν
μπροστά στο βλέμμα Του, εγώ θα είχα ντραπεί. Θα είχες ντραπεί και συ με τον
Χριστό στο ναό, θα είχε ντραπεί και ο τρίτος με το Χριστό ανάμεσα στους φτωχούς.
Όμως, και εγώ και συ και ο τρίτος, εάν βλέπαμε γύρω μας
καλά, θα μπορούσαμε να δώσουμε μια απάντηση στο Χριστό: «Απομακρύνσου από μας
Κύριε, αφού δεν έχουμε κτίσει ακόμα σπίτι αντάξιό Σου».
Δεν θα είχαμε βασανιστεί λιγότερο για να απαντήσουμε στο ερώτημα
του Χριστού: «Σε ποιους καιρούς να έρθω σε σας ;». Διότι ποια εποχή υπήρξε
χωρίς αίμα, χωρίς αμαρτία, χωρίς ληστές ; Και ο ίδιος ο καιρός όπου ο Χριστός εμφανίστηκε
στη γη δεν ήταν ο καιρός του Χριστού, αλλά ο καιρός του εγκλήματος και του
Γολγοθά. Ένα μόνο θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στο Χριστό : «Μην έρχεσαι Κύριε,
αφού δεν είναι ακόμα ο καιρός για τον ερχομό Σου ;».
Και έτσι, εάν
αναγγέλλονταν ο ερχομός του Χριστού, δεν θα ξέραμε ούτε τον δρόμο να Του
δείξουμε ούτε να του προσφέρουμε σπίτι να μείνει ούτε να προσδιορίσουμε τον
χρόνο. Θα ήμασταν αμήχανοι και ντροπιασμένοι, όπως οι πολίτες μιας μικρής
κωμόπολης που έρχονται σε αμηχανία και ντροπή στην αναγγελία του ερχομού του
άρχοντα στον τόπο τους. Μέχρι τότε ξέγνοιαστοι και ευχαριστημένοι με τον εαυτό
τους οι επαρχιώτες επαίρονται με την κωμόπολή τους και υπερηφανεύονται για τα
κάλλη της και τον πλούτο της. Όμως, στην
είδηση του ερχομού του άρχοντα, μόλις τότε ανοίγουν τα μάτια τους, και βλέπουν
εκείνο που ως τότε δεν έβλεπαν, και αισθάνονται εκείνο που ως τότε δεν
αισθάνονταν. Μόλις τότε βλέπουν τη μιζέρια του τόπου τους, βλέπουν τα άβαφα
σπίτια, τους κατεστραμμένους δρόμους, τις βρόμικες αυλές, τον χονδροκομμένο
τσιφλικά, τους αδέξιους υπηρέτες, τις γελοίες, άκομψες επαρχιώτισσες κυρίες, τα
ξυπόλητα παιδιά, και όλα τα άλλα που μπορεί να δείχνουν την τέλεια μιζέρια ενός
τόπου. Και βαθύ αίσθημα ντροπής πιάνει τότε τους κακόμοιρους νοικοκύρηδες. Και
πρόθυμα θα μήνυαν στον άρχοντα να μην έρθει, εάν αυτό θα μπορούσε να τον
αποτρέψει από την επίσκεψη.
Μια τέτοια όμοια περίπτωση συμβαίνει με τον Χριστό και εμάς.
Όσο ακόμα δεν αναγγέλλεται η άφιξη του Χριστού, εμείς περήφανα σκεπτόμαστε : Ας
έρθει ανά πάσα στιγμή, έχουμε καθαρούς δρόμους, στους οποίους θα τον οδηγήσουμε,
και καθαρά σπίτια όπου θα μείνει. Έχουμε πιο ωραίους δρόμους από αυτούς που
είχαν τα Ιεροσόλυμα και πιο ωραία σπίτια από αυτά της Τύρου και της Σιδώνας.
Ίσως ο Χριστός να είχε ξαφνιαστεί με την κατασκευή των δρόμων μας και την
πολυτέλεια των σπιτιών μας. Ας έρθει Εκείνος και οι δώδεκα απόστολοί Του – δεν
θα ντραπούμε. Ας έρθει και Εκείνος και ο Θεός Πατέρας και τα Άγιο Πνεύμα, εμείς
δεν θα ντραπούμε.
Όμως , ας πούμε ότι αναγγέλλεται ο ερχομός του Χριστού, και
εμείς τότε σκεπτόμαστε πιο βαθιά. Μπροστά στο βλέμμα του Χριστού έρχονται στο
φως όλα τα μυστικά, ανοίγουν οι σφραγίδες και κάτω από τα βήματά Του ανασταίνεται
όλη η ιστορία του κόσμου από καταβολής του έως σήμερα. Και ο Χριστός θα έβλεπε
μαζί μας την αμαρτία και το αίμα σε κάθε πήχυ της γης, κι ας είναι σκεπασμένη
με γυαλιστερό πλακόστρωτο.
Θα είχαμε θυμηθεί να του ρίξουμε άνθη και να του στρώσουμε
χαλί να πατήσει. Μάταια όμως, αυτά έκαναν στα Ιεροσόλυμα, όταν έμπαινε ο
Χριστός και ο Χριστός έμεινε αδιάφορος σε αυτά. Σήμερα, είκοσι αιώνες μετά από
αυτό, και πάλι να υποδεχτούμε το Χριστό σαν παιδιά με λουλούδια και βάγια ; Μα
δεν θα μπορούσαμε να Του βγάλουμε στην υποδοχή τις καθαρές καρδιές, τα ανώτερα
πνεύματα, τις καλές πράξεις σαν ώριμοι άνθρωποι ;
Θα έπρεπε να Τον χαιρετήσουμε στην υποδοχή με μια δήλωση,
μια και μοναδική, που θα Του δημιουργούσε χαρά : «Κύριε σε μας δεν υπάρχει
χυμένο αίμα των αθώων και δεν υπάρχουν αμαρτίες ούτε ληστές».
Όμως, αυτό δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε χωρίς ψεύδος, και
ποιος τολμά να ψεύδεται μπροστά σ’ Εκείνον, που όχι μόνο ξέρει, αλλά και βλέπει
την αλήθεια.
Να Του φτιάχνουμε αψίδες του θριάμβου ;Πόσο μίζερη σκέψη σε
σχέση με τον Χριστό. Οι αψίδες θριάμβου φτιάχνονται για εκείνους που μπορούν να
περάσουν κάτω απ’ αυτές. Όμως, δεν είναι πιο ψηλός ο Χριστός από τις υψηλότερες
αψίδες θριάμβου ;Οι φορείς της γήινης δόξας αποζητούν αψίδες θριάμβου, ενώ ο
Χριστός είναι φορέας της ουράνιας δόξας. Ο ουράνιος θόλος είναι η άξια αψίδα
θριάμβου για Εκείνον.
Και εμείς θα στρεφόμαστε δεξιά και αριστερά αναζητώντας έναν
οίκο όπου θα μπορέσουμε να εισαγάγουμε τον Χριστό. Ο οίκος πρέπει να είναι
στολισμένος με καθαρές καρδιές και ανώτερα πνεύματα και καλές πράξεις.. Που να
βρεθεί τέτοιος οίκος ; Υπάρχουν οίκοι γεμάτοι από παρδαλές και πολύχρωμες
καρδιές, ρηχά πνεύματα και θλιβερά έργα. Που να βρεθεί οίκος γεμάτος από εκείνα
που αγαπά ο Χριστός ;
Και ύστερα ποιος να βγει μπροστά και να σταθεί στο πρόσωπο
του Χριστού ; Μπροστά στους γήινους αυτοκράτορες και βασιλιάδες , βγαίνουν οι
πλούσιοι, οι πολεμιστές και οι ιερείς. Και μάλιστα φιλονικούν για το ποιος θα
σταθεί πλησιέστερα στις μεγαλειότητές τους. .Όμως, μπροστά στον Χριστό κανείς
απ’ αυτούς δεν θα βιάζονταν να τρέξει. Αντίθετα, αυτοί θα σπρώχνονταν προς τα
πίσω και θα έψαχναν τόπο όσο γίνεται πιο απομακρυσμένο και κρυμμένο από το
βλέμμα Του. Αφού ποιος μπορεί να αντέξει βλέμμα καθαρό σαν τις πηγές των Άλπεων
και φλογερό σαν αστραπή στα μαύρα σύννεφα ;
Και ύστερα ποιος να απλώσει το χέρι του για χειραψία με τον
Χριστό εν ονόματι όλων ; Ποιος έχει χέρι τόσο καθαρό, ώστε να τολμά να πιάσει
το χέρι του Υιού του Θεού ;Ποιος έχει χέρι τόσο δυνατό, ώστε να πιάσει τον
Χριστό, χωρίς να τιναχθεί όλο του το σώμα σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα;
«Να βάλουμε μπροστά
τα παιδιά!» Αυτό ίσως θα σκεφτόσασταν.
Όμως ούτε αυτό θα ήταν άξιο. Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια ο
Χριστός έβρισκε χαρά μόνο στα παιδιά. Σήμερα Εκείνος θέλει να δει ώριμους
ανθρώπους, με τους οποίους θα χαιρόταν όπως χαιρόταν τότε με τα παιδιά.
Και θα πέφταμε σε αμηχανία. Και η ντροπή θα κατέκλυζε τη
ψυχή μας λόγω της απίστευτης φτώχειας του κόσμου. Και θα θυμώναμε με τους
ανθρώπους και με τον εαυτό μας, μ’ εκείνους που βαδίζουν μπροστά και μ’
εκείνους που περπατούν πίσω. Και τρίζοντας τα χέρια μας με σκυμμένο βλέμμα και
κατεβασμένο κεφάλι θα κραυγάζαμε : «Κύριε μην έρχεσαι σε μας, τίποτε δεν είναι
έτοιμο για την υποδοχή Σου ! Είμαστε φτωχοί και αμαρτωλοί».
¨όμως, μέχρι πότε να κρατάμε τον Χριστό στην εξορία ; Μα δεν
είναι αυτή η γη περισσότερο δικό Του
σπίτι απ’ ότι δικό μας ; Μα δεν βρίσκεται Αυτός πλησιέστερα στον Θεό, τον
οικοδεσπότη του κόσμου, απ’ ότι εμείς ; Δεν είμαστε υπερβολικά αυθάδεις όταν
παριστάνουμε τα αφεντικά στο ξένο σπίτι, το σπίτι από το οποίο διώξαμε τον
οικοδεσπότη και τα πιο αγαπημένα και πιο συγγενικά Του πρόσωπα ;
Ο Χριστός είναι ο πιο αγαπημένος και πιο συγγενής του Θεού
Πατέρα.
Ποιος είναι ο Χριστός ;Ποιος είναι τούτος ο Άνθρωπος, ώστε
εμείς μετα από είκοσι αιώνες πρέπει να Τον Υπολογίζουμε ;
Αυτός είναι το βασικό αγαθό με το οποίο ζουν οι άνθρωποι.
Δίχως Αυτόν, ο κόσμος θα επέστρεφε ξανά στο πρωταρχικό χάος. Όταν το κακό
απειλούσε να χαλάσει την ισορροπία του κόσμου και να ρίξει καθετί στο σκότος
του χάους, παρουσιάστηκε ένας Άνθρωπος, σταλμένος από τον Θεό, τρεφόμενος από
τη γη, παραγνωρισμένος από τους ανθρώπους, εμφανιζόμενος ως Υιός Θεού, δυνατός
στα λόγια και δυνατός στα έργα. Ήρθε ανάμεσα στους δικούς Του, όμως οι δικοί
Του δεν Τον δέχτηκαν αλλά Τον περιφρόνησαν και Τον πέταξαν. Παρ’ όλα αυτά ο
Θεός έφτιαξε από την πεταμένη πέτρα το θεμέλιο για ολόκληρη την ανθρώπινη
ιστορία.
Τούτος ο άνθρωπος δεν ήταν σαν τους άλλους ανθρώπους, που
συμπεριφέρονταν δουλικά απέναντι στους εαυτούς τους και ο ένας προς τον άλλον.
Όχι, τούτος ήταν ο μόνος ελεύθερος Άνθρωπος που περπατούσε στη γη. Εκείνος
συμπεριφερόταν πατρικά με τους καλούς και δεσποτικά με τους κακούς. Δρούσε σ’
αυτόν τον κόσμο όχι σαν μισθωτής αλλά σαν πραγματικός οικοδεσπότης στο σπίτι
του. Ο μισθωτής ενδιαφέρεται μόνο να χορτάσει και να ξεδιψάσει, ακοή κι αν όλοι
οι άλλοι γύρω του πεινούν, διότι αυτός που μισθώνει το χώρο αδιαφορεί αν το
σπίτι θα παραμείνει ή θα καταστραφεί. Γι’ αυτόν το βασικό είναι αν μην
καταστραφεί ο ίδιος. Ο οικοδεσπότης όμως φροντίζει για όλο τον οίκο και για όλα
τα άτομα στον οίκο και για την ευημερία τους, περισσότερο απ’ ότι για τον εαυτό
του.
Χριστός ! Τούτο το όνομα έγινε η σύνθεση όλων των ύψιστων
ιδανικών του κόσμου. Η ελευθερία, ο λόγος, η αγάπη, η πίστη, η εργατικότητα,
όλα αυτά βρίσκονται σ’ ένα όνομα : Χριστός. Τούτο το όνομα έγινε και σύμβολο
και προστάτης κάθε ανώτερου νοήματος, κάθε ευγενικού αισθήματος, κάθε καλής
προσπάθειας που υπηρετεί το γενικό καλό. Τούτο το όνομα είναι η προφητεία, που
ακόμα δεν έχει πραγματοποιηθεί, η προφητεία κάθε ιδανικού. Όλα τα ιδανικά στον
κόσμο θα πραγματοποιηθούν - τούτο
σημαίνει το όνομα Χριστός. Όλοι οι άνθρωποι θα αισθανθούν μια μέρα σαν υιοί
ενός Πατέρα.
Η ελευθερία θα βασιλεύσει μεταξύ των ανθρώπων και η αγάπη θα
κυριαρχήσει επάνω στους ανθρώπους. Οι δουλικές ψυχές θα αφυπνιστούν και η
ελευθερία θα μπει μέσα τους.
Θα έρθει καιρός που καταφρονημένος θα θεωρείται ο άνθρωπος
που δεν πιστεύει στον Θεό.
Θα έρθει καιρός που όλοι οι άνθρωποι θα σκέπτονται και θα
εργάζονται για το καλό όλων. Οι αδύναμοι θα ενισχυθούν, ενώ οι μύες των ισχυρών
θα ατροφήσουν. Οι μικροί θα κοιτάξουν τα’ άστρα και θα γιγαντωθούν, ενώ οι ψηλοί
θα δουν τον Θεό και θα κοντύνουν.
Θα κλείσουν οι πληγές των προσβεβλημένων και παρηγοριά θα
έρθει στους απαρηγόρητους.
Θα επιστρέψουν από την εξορία οι διωγμένοι για χάρη της
δικαιοσύνης, και οι ειρηνοποιοί θα γίνουν ηγέτες των ανθρώπων.
Οι άσωτοι υιοί θα εγκαταλείψουν τα γουρούνια και την τροφή
τους και με ταπεινή καρδιά θα κατευθυνθούν στον Πατέρα τους, για να αναζητήσουν
καλύτερη συντροφιά και καλύτερη τροφή. Οι άσωτες κόρες θα επιστρέψουν από το
γλιστερό δρόμο, όπου τις τραβά το σκοτάδι των ματιών και του νου, και θα
στραφούν προς την Ανατολή, απ’ όπου ο Ήλιος θα φωτίσει το πρόσωπό τους και θα
μεταμορφώσει τη σκέψη τους.
Δεν θα αναγνωρίζεται ο τάφος των φιλοχρήματων στη γη ούτε το
όνομα των φιλάργυρων μεταξύ των υιών των ανθρώπων.
Το αίμα θα θολώσει το λογικό των δημίων και οι χρυσοθήρες θα
σαπίσουν μέσα στα χρυσά φέρετρα. Και όταν ο νεκροθάφτης ξεθάψει τον τάφο των
χρυσοθήρων, θα αερίσει τη δυσωδία από τα φέρετρα και το φέρετρο θα το παρέα
σπίτι του.
Το στόμα των συκοφαντών θα γεμίσει σκουλήκια μέσα στο χώμα
και τα φίδια θα τυλίγονται γύρω από τα πόδια των δολοπλόκων και τα αυγά των
φιδιών θα κείτονται στη γλώσσα τους.
Οι νεκροί καλοφαγάδες θα γίνουν καλοφάγωτοι των σκουληκιών,
που σέρνονται στο χώμα και κάνουν συμπόσια στους τάφους.
Νέοι άνθρωποι θα γεννηθούν στη γη και περί των παλαιών
ανθρώπων θα γίνεται συζήτηση όπως περί των σκιάχτρων.
Το μέτωπο τούτων των νέων ανθρώπων θα είναι ψηλό και λαμπερό
από τις σκέψεις, ενώ η καρδιά ζεστή από τη αγάπη.
Η φιλήδονη σάρκα θα σταματήσει να μοιάζει με ασβέστη που
κοχλάζει, που όσο περισσότερο νερό του ρίχνεις εκείνος όλο και πιο πολύ
αναβράζει. Το λογικό θα δαμάσει την κόκκινη κτηνωδία μέσα στις φλέβες και θα τη
ζεύξει στο άρμα του.
Θα σωπάσουν όλες οι δυσαρμονίες στον κόσμο και μια ανείπωτη
αρμονία θα ξεχυθεί επάνω στον τραχύ πλανήτη.
Η ευγένεια θα ξεπροβάλει από τη φυλακή της στην επιφάνεια
και η σκληρότητα θα βυθιστεί στον πυθμένα.
Το κακό θα έχει νικηθεί και θα θριαμβεύει το καλό.
Τούτη είναι η προφητεία του Χριστού.
Πραγματοποιήθηκε ;
Όχι.
Θα πραγματοποιηθεί ; Θα δούμε.
Μήπως ο χρόνος διέψευσε τον Χριστό ; Ας μην προτρέχουμε.
Οι τοίχοι μιας ανατολίτικης πόλης ήταν εννέα μέτρα φάρδος
και ψηλοί πενήντα μέτρα. Πάνω από μια πύλη έγραφε :«Πόλη Νινευή» ή αλλιώς «Το
μέλλον». Όμως, ο χρόνος έσβησε αυτή την ανθρώπινη αλαζονεία. Σήμερα και το πιο
ελαφρύ αεράκι στο παιχνίδισμά του κατορθώνει και σηκώνει τη σκόνη της τέως
πόλης. Χιλιάδες πόλεις στην Ασία και στην Ευρώπη μπορούν σήμερα να ονομαστούν
«Το μέλλον»…
Ο εικοστός αιώνας άρχισε να μοιάζει με την παλιά Νινευή.
Μόλις ξημέρωσε, παρουσιάστηκε στον κόσμο και είπε : «με λένε μέλλον».
Διαφημίστηκε σαν αιώνας ειρήνης και πολιτισμού. Όμως, μέχρι τώρα κάθε τρία
χρόνια έρχεται από ένας πόλεμος. Στις πύλες του αμέσως έδειξε την επιγραφή : «Η
εργατικότητα και η φιλανθρωπία». Όμως, τα έργα του τα ενδιέφερε η ανθρωποκτονία.
Διαψεύστηκε ο Χριστός με τον αιώνα μας ; Δεν ήμασταν
μάρτυρες την περσινή χρονιά όλων εκείνων που διαψεύδουν την προφητεία του
Χριστού ; Μα δεν έχουμε βιώσει σ’ αυτή τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα
καιρούς προχριστιανικούς ;
Όντως, ξαναέγιναν για μια ακόμη φορά όλα εκείνα που νομίζαμε
ότι, μπαίνοντας στον εικοστό αιώνα, θα ανήκαν στο παρελθόν, σαν τη δόξα της
Νινευή. Εξεγέρθηκε ο άνθρωπος εναντίον του ανθρώπου και ο λαός εναντίον του
λαού. Στοιβαχτήκαν σιδερένιες μηχανές, γεμάτες ύπουλο πυρ, προορισμένες για τα
στήθη του εχθρού. Ο άνθρωπος σκότωνε άνθρωπο κι απ’ αυτούς τους σκοτωμούς
αισθανόταν ιδιαίτερη ηδονή. Η γη πλημμύρισε από αίμα και πάχυνε από τη σάρκα
των ανθρώπων. Είναι ένας χρόνος, που σώπασαν οι γλώσσες των ανθρώπων και που οι
άνθρωποι μιλούν με το θόρυβο του σίδερου. Ένας χρόνος, που οι κόρακες κοιτούν
μητέρες ντυμένες στα μαύρα και στριγγλίζουν : «Εμείς ξέρουμε την σάρκα των υιών
σας»! Οι αδελφές γυρίζουν τους τραυματισμένους και μεταξύ των άχρωμων προσώπων
αναζητούν τα πρόσωπα των αδελφών τους. Οι χήρες, με ματωμένα μάτια από τα
δάκρυα, βλέπουν τις μόλις χτισμένες φωλιές τους να γκρεμίζονται και κρύβουν τα
βλέμματά τους από το μέλλον. Τα ορφανά ακόμα ψελλίζουν τα ονόματα των νεκρών
πατεράδων τους και σαν με βελόνες καρφώνουν τις μητέρες με το ερώτημα : «Πότε
θα έρθει ο μπαμπάς ;».Οι γέροι ενθαρρύνονται μπροστά στα παιδιά, όμως στη
μοναξιά σιγοκλαίνε και τρέφονται με τον πόνο τους. Και όλος ο πόνος γίνεται πιο
βαθύς, όταν τον σκαλίζει και η αδικία.
Οι διπλωμάτες παίζουν με τους λαούς λες και είναι φιγούρες
σκακιού. Οι αδρανείς κρύβονται πίσω από τους μαχητές και εκμεταλλεύονται το
αίμα τους. Οι καταχραστές από τον πόλεμο έφτιαξαν εμπόριο, που τους φέρνει
πλούτο και χαρά. Οι ανάξιοι με θόρυβο σηκώνονται πάνω από τους άξιους.
Και ακόμα πιο βαρύς γίνεται ο πόνος, όταν κοιτάζεις την
ερημιά που άφησε η φωτιά καίγοντας ανθρώπινες κατοικίες, και την ερημιά που
άφησαν οι αρρώστιες σκοτώνοντας ύπουλα χιλιάδες θύματα, και τις φοβερές σειρές
των ανθρώπων με βγαλμένα μάτια και τσακισμένα πόδια, με κομμένα χέρια, με
λιωμένα πλευρά, πρησμένα και ξεπαγιασμένα, πεινασμένα και καχεκτικά σώματα, που
μέχρι πριν από ένα χρόνο ήταν σφριγηλά και δυνατά.
Και πιο βαρύς γίνεται ο πόνος, όταν ο άνθρωπος θυμηθεί ότι
όλα αυτά συμβαίνουν στον εικοστό αιώνα. Και εμείς τότε μ’ απέραντο πόνο ρωτάμε
: «Μα που είναι ο Χριστός ; Μήπως έμεινε είκοσι αιώνες μακριά από μας ; Μήπως
στο Γολγοθά μαζί με το σώμα Του, για πάντα σταυρώθηκε και το πνεύμα Του ;
Σημαίνει άραγε ακόμα κάτι για τους ανθρώπους το όνομα Χριστός ;
Ας κρίνουμε αδέλφια αργά και θα κρίνουμε ορθά. Κάτω από την
πίεση του πρόσκαιρου πόνου σκεπάζουμε με την απαισιοδοξία μας ολόκληρη την
ανθρώπινη ιστορία. Όταν ο πόνος μας χρωματίσει τον ήλιο με μαύρο χρώμα, τότε
μέσω αυτού του χρώματος βλέπουμε όλη τη ζωή. Ας κρίνουμε αργά, γιατί και ο
Χριστός βαδίζει αργά μέσα στην ιστορία. Αργά σαν βαθύ ποτάμι, που κάποιο παιδί
θα το νόμιζε ακίνητο, αλλά που ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να του φτιάξει
φράγμα. Αργά σαν σιτάρι, που σπέρνεις το φθινόπωρο και το χειμώνα νομίζεις ότι
είναι νεκρό. Ακόμα δεν ήρθε η άνοιξη για το σπόρο του Χριστού. Είναι μακρύς ο
δρόμος του Χριστού, επεκτείνεται έως το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας. Εάν
βιαζόταν, θα κουραζόταν, θα έπεφτε στη μέση του δρόμου και θα έμενε εκεί. Ενώ
όταν βαδίζει αργά, βαδίζει αξιόπιστα. Είναι μακρύς ο δρόμος Του, γ’ αυτό τα
βήματά Του είναι αργά.
Και δύσκολος είναι ο δρόμος Του. Γι’ αυτό βαδίζει αργά. Μέσα
από τις λακκούβες αίματος, μέσα από το σκοτάδι των αμαρτιών, και μέσα από τα
αγκάθια των ληστών Εκείνος πορεύεται. Είναι στενός ο δρόμος Του και πολλοί πεσμένοι
αμαρτωλοί βρίσκονται στο γκρεμό και στις δυο πλευρές του δρόμου Του. Εκείνος
πρέπει να σκύβει και στις δυο πλευρές, να τους σηκώνει και να τους τραβά πίσω
Του και να περπατά προς τα μπρος. Γι’ αυτό βαδίζει αργά.
Βαδίζει αργά, γιατί το πλήρωμά Του είναι μακριά. Το πλήρωμά
Του εκτείνεται στα πέρατα της ιστορίας και η θέση Του είναι στα έσχατα. Ο
Χριστός δεν κηρύττει ένα πλήρωμα που επιτυγχάνεται σε 24 ώρες. Όχι, το πλήρωμά
Του απαιτεί ολόκληρο αιώνα ενός ανθρώπου και ολόκληρο αιώνα της ανθρωπότητας.
Ένας άνθρωπος μπορεί να φθάσει το πλήρωμα του Χριστού όσο ζει, όμως η
ανθρωπότητα είναι ακόμα μακριά από το τέλος της, γι’ αυτό είναι ακόμα μακριά
από το πλήρωμα του Χριστού.
«Εις μέτρον ηλικίας
του πληρώματος του Χριστού» φθάσανε οι απόστολοι και οι μάρτυρες και όλοι
εκείνοι οι ήρωες που έθεσαν το νεύμα τους και την καρδιά τους στην υπηρεσία του
Θεού για την ευτυχία των ανθρώπων. Όμως, πόσοι είναι αυτοί ;Εκατοντάδες,
χιλιάδες – όχι παραπάνω. Και αυτό σημαίνει ότι εκείνοι είναι ακόμα μειοψηφία
στον κόσμο, γι’ αυτό ακόμα πλεονεκτεί το μίσος πάνω στην αγάπη και η αφροσύνη
πάνω στη λογική. Γι’ αυτό και το βάδισμα του Χριστού δεν είναι ορατό. Όταν όμως
η μειοψηφία του Χριστού γίνει πλειοψηφία, τότε στη ζυγαριά της ζωής θα πλεονεκτεί η
αγάπη, και η επαγγελία Του θα έχει πραγματοποιηθεί.
Ένας άνθρωπος έχτιζε σπίτι. Έχτιζε πέντε έξι εβδομάδες και
έχτισε πέντε έξι ορόφους. Και ο κόσμος έμεινε με ανοιχτό το στόμα και έλουσε με
παινέματα τον οικοδεσπότη αυτού του σπιτιού.
«Στόλισε την κωμόπολή μας « είπαν όλοι. Όμως, πέρασαν πέντε έξι μήνες
και το σπίτι χάλασε και κατέρρευσε. Ο κόσμος περνούσε δίπλα από τη θλιβερή μάζα
των υλικών και γκρίνιαζε : «Έτσι συμβαίνει όταν χτίζεται βιαστικά και για το
συμφέρον!».
Δεν συμβαίνει το ίδιο με το σπίτι που χτίζει ο Θεός και του
οποίου ο Χριστός είναι το θεμέλιο, ενώ όλοι οι άνθρωποι τα λιθάρια. Είναι
πελώριες οι διαστάσεις αυτού του σπιτιού. Το υλικό είναι διαλεγμένο. Κάθε
λιθάρι πρέπει να επιλεχθεί και να λαξευτεί. Όταν περνά ο άνθρωπος δίπλα απ’ αυτό
το πελώριο κτίσμα νομίζει ότι δεν θα τελειώσει ποτέ η ανοικοδόμηση..Όμως, το
κτίσμα ετοιμάζεται σιγά και σταθερά. Τούτο δεν είναι σπίτι για το συμφέρον,
τούτο είναι σπίτι για κατοικία. Γι’ αυτό να μην αμφιβάλλεις ότι θα είναι
οπωσδήποτε όμορφο.
Ο Χριστός αγωνίζεται, γι’ αυτό βαδίζει αργά. Αγωνίζεται με
τους αμαρτωλούς και άθεους, και μετά από κάθε νίκη προχωρά ένα βήμα μπροστά.
Τούτη η μειοψηφία Του είναι η μαχητική Εκκλησία, που μάχεται μαζί με τον Χριστό
ενάντια στο κακό. Ο Θεός βοηθά τη μειοψηφία, μετατρέποντας κάθε κακό σε καλό.
Έτσι ώστε ο στιγμιαίος θρίαμβος της αδικίας ή της αφροσύνης ή του μίσους στον
κόσμο δεν πισωγυρίζει τον Χριστό και την μειοψηφία Του, αλλά μόνο για μια
στιγμή τη σταματά. Η Εκκλησία του Χριστού μιλά ενάντια στον πόλεμο, όμως επειδή
ακόμα αποτελεί τη μειοψηφία δεν μπορεί να τον εμποδίσει. Μόλις ο πόλεμος
ξεσπάσει, παρά τη θέλησή της, εκείνη τοποθετείται στην πλευρά του πιο δίκαιου. Και
ο Θεός, που αφήνει να μεγαλώνουν τα πιο ευωδιαστά φυτά από το σάπιο χώμα,
γυρίζει και τον πόλεμο προς το καλό, αφήνοντας επάνω στη μιζέρια του να
φυτρώσει κάποιο καλό φυτό. Ο φετινός πόλεμος έφερε την ελευθερία σε κείνη τη
χώρα στην οποία ο Χριστός είχε ταπεινωθεί πιο σφοδρά, στην οποία περισσότερο
λύγιζαν τα πόδια Του και κοντοστεκόταν. Αλλά παρ’ όλο το αίμα και τον πόνο και
τη φοβέρα του πολέμου, ο Χριστός και φέτος έκανε ένα αργό βήμα μπροστά.
Αργά βαδίζει ο Χριστός, όμως εάν του επιτρέπαμε θα βάδιζε
γρηγορότερα.
Εγώ και συ φταίμε φίλε μου. Εγώ και συ φράξαμε το δρόμο του
Χριστού, εγώ με το κέρδος μου και συ με την ηδονή σου. Εγώ ζητώ από κάθε πράγμα
κέρδος και εσύ ζητάς από κάθε πράγμα ηδονή. Δεν είναι έτσι ; Και ενώ εμείς στύφουμε
και πιπιλάμε αυτό τον κόσμο, ο Χριστός στέκει πίσω από την πλάτη μας και δεν
μπορεί να βαδίσει, επειδή Τον εμποδίζουμε. Ο ασβέστης κοχλάζει, καπνίζει και
βρωμά. Στη μέση του δρόμου στέκει η ασβεστοκάμινος, από την οποία βγαίνει
καπνός και κακοσμία. Ο Χριστός στέκει και περιμένει, και δεν μπορεί να βαδίσει.
Και φταίνε οι Ιούδες και οι Βοργίες οι αντίπαλοι του καλού
του Χριστού, εκείνοι που ζητούν τα μέγιστα αγαθά από τον κόσμο, ενώ του δίνουν
τα μέγιστα κακά. Ο χριστός δεν θα βαδίζει αργά, αλλά θα πετά σαν πρωινή ακτίνα
μέσα από τον αιθέρα, όταν κάθε άνθρωπος θα πράττει τα μέγιστα καλά για τον
κόσμο και θα απαιτεί τα ελάχιστα καλά απ’ αυτόν.
Και φταίνε τα ξερά κεφάλια και οι σκληρές καρδιές. Τα ξερά
κεφάλια, που την ισχυρογνωμοσύνη τους την ονομάζουν ευφυΐα, και οι σκληρές
καρδιές, που την σκληρότητά τους την ονομάζουν χαρακτήρα. Στα ξερά κεφάλια δεν
μπορεί να μπει ο λόγος του Χριστού και στις ξερές καρδιές δεν μπορεί να μπει η
αγάπη Του.
Φταίει ο αυτοκράτορας που λαχταρά το ξένο στέμμα και ο
σύζυγος που ποθεί τη γυναίκα του άλλου και ο πλούσιος που απλώνει χέρι στα λίγα
του φτωχού.
Φταίει το μίσος, που καρφώνει πασσάλους στο δρόμο του
Χριστού, και η δολοπλοκία, που αυτούς τους πασσάλους τους πλέκει και τους κάνει
φράκτη, και το ψέμα, που επιστεγάζει το φράκτη και η ανόητη υπερηφάνεια, που
χλευάζει τον Χριστό από την άλλη πλευρά του φράκτη.
Ακόμα 20 αιώνες θα περάσουν και ο πληγωμένος και ματωμένος
Χριστός θα βαδίσει άλλα 20 βήματα. Αργά και προσεχτικά θα περνά μέσα από τους
φράχτες των ληστών. Και σαν την αρχαία Νινευή θα κείτεται ο υπερήφανος αιώνας
μας μέσα στα χαλάσματα, τα οποία θα βλέπει ο 40ός αιώνας με φρίκη και συμπόνια.
Όμως, η σκόνη μας θα πέφτει πάνω στα πρόσωπα των ζώντων και θα τους ψιθυρίζει :
«Είστε τα παιδιά μας, μη μας φοβάστε ! Εσείς είστε ευτυχισμένοι, επειδή εμείς
ήμασταν δυστυχισμένοι. Εσείς είστε δίκαιοι, επειδή εμείς υπήρξαμε άδικοι. Εσείς
είστε χριστιανοί, επειδή εμείς δεν ήμασταν. Εσείς είστε άνθρωποι, επειδή εμείς
ήμασταν ανθρωποειδή. Επάνω στην εμπειρία
μας εσείς μάθατε. Επάνω στην αφροσύνη μας εσείς λογικευτήκατε».
Εάν τότε το καλό υπερκεράσει το κακό, ο Χριστός θα αρχίσει
τη βασιλεία του κόσμου στη βασιλεία του Θεού. Εάν όμως και τότε ακόμα το κακό
υπερισχύσει του καλού, ο Χριστός θα περπατά αργά, βήμα βήμα, προς τα εμπρός,
καθαρίζοντας το δρόμο Του, όπως και σήμερα. Και όπως και σήμερα, θα περπατά σα
σκιά ξοπίσω από τους ανελέητους, που πατούν στα πρόσωπα των αδελφών τους, και
θα τους λέει με την πράα φωνή Του : «Μακάριοι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί είναι
που θα ελεηθούν»
Και θα στέκει ως διόραση πάνω στα πεδία των μαχών, ανάμεσα
στο πλατάγισμα των όπλων και θα λέει: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί υιοί Θεού
θα ονομαστούν».
Και θα ακολουθεί δίκαιους, διωγμένους αδίκως, θα τους
ακολουθεί ως άγγελος που τρέφει και παρηγορεί: «Μακάριοι οι διωγμένοι για το
δίκαιο, γιατί δικό τους θα είναι το βασίλειο των ουρανών».
Και θα σταθεί με θάρρος μπροστά σ’ εκείνους που διώκουν το
όνομά Του και το περιφρονούν και θα πετάξει στα μοχθηρά τους πρόσωπα: «Τέτοιοι
σκότωσαν όλους τους προφήτες, και πρόσβαλαν όλους τους ευεργέτες των ανθρώπων».
Ω Χριστέ, μεγάλη είναι η αισιοδοξία Σου! Όταν εμάς πονέσει το μικρό μας δαχτυλάκι,
γινόμαστε απαισιόδοξοι. Ενώ η δική Σου πίστη στη νίκη του καλού δεν
αποδυναμώνεται ακόμα κι όταν όλοι μας καρφώνουμε από ένα αγκάθι στο σώμα Σου.
Είναι μικροί και κοντινοί οι στόχοι μας, γι αυτό τους
προφταίνουμε τρέχοντας. Ενώ ο δικός Σου στόχος είναι μεγάλος και μακρύς, και
Εσύ περπατάς βήμα βήμα. Κύριε, κατεύθυνέ μας προς το στόχο Σου. Άπλωσε μια έστω
σκιά του Πνεύματός Σου στο λόγο μας και εμείς θα γίνουμε αρκετά
λογικοί, άπλωσε μια έστω σκιά από την ευγένειά Σου στην καρδιά μας και η καρδιά
μας θα καθαρίσει. Και εμείς θα δούμε τον Θεό, όπως τον έβλεπες εσύ όταν περπατούσες
στη γη, κάτω από το σταυρό και το αγκαθωτό στεφάνι, και θα ζήσουμε κι εμείς
μαζί με τον Θεό, όπως ζούσες Εσύ μαζί Του. Στην ένωση με τον Θεό θα πράττουμε
θαύματα μεγάλα, όπως μεγάλα ήταν και τα δικά Σου. Είναι πλέον καιρός να
ωριμάσει ο κόσμος. Φώτισέ μας με το φως Σου, γιατί στον ήσκιο δεν ωριμάζει
τίποτα. Κάτω από τις ακτίνες Σου το λογικό μας θα ωριμάσει και η ψυχή μας θα
μεγαλώσει πολύ. Και εμείς θα γίνουμε ένα μαζί Σου, όπως είσαι Εσύ Κύριε, ένα με
τον ουράνιο Πατέρα. Αμήν.
1. Η ζωή μας είναι η
δική Του ζωή. Η ζωή μας είναι αγαπητή σ’ Εκείνον σαν την ίδια Του τη ζωή. Αυτός
όχι μόνο δεν θέλει , αλλά και δεν μπορεί να την καταστρέψει. Ο Θεός δεν
δημιούργησε τη ζωή για να έχει τι να καταστρέφει. Ο Θεός αγαπά να δείχνει τη
δημιουργική Του δύναμη και όχι την καταστρεπτική. Όλα όσα δημιούργησε, τα δημιούργησε
για να εξελίσσονται και να ζουν. Όλοι εμείς είμαστε σκεύη της θεϊκής ζωής, τα
οποία βαθμιαία επεκτείνονται, έτσι ώστε όλο και περισσότερο να συλλαμβάνουν
μέσα τους αυτή τη ζωή. Όλο και περισσότερο εμείς περνάμε στον Θεό και ο Θεός σε
μας. Ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά παρότρυνση στη ζωή. Ο θάνατος κάνει
τη ζωή πιο δυναμική. Ο θάνατος δεν είναι το αφεντικό αλλά ο υπηρέτης, υπηρέτης
του Θεού και της ζωής. Ο πλανήτης μας δεν είναι βασίλειο του θανάτου, αλλά
πεδίο όπου ο θάνατος είναι ο πιο μισητός μισθοφόρος. Εμείς τόσο πιστεύουμε στη
ζωή, ώστε ακόμα και το θάνατο παρουσιάζουμε σαν ζωντανό. Οι ζωγράφοι
ζωγραφίζουν το θάνατο σαν ένα σκελετωμένο όν, που περπατά με δρεπάνι και
θερίζει στο λιβάδι της ζωής. Ή τον παρουσιάζουν σαν σκοτεινό καβαλάρη που επάνω
απ’ το άλογο πατά την ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά. Ή σαν μουσικό με βιολί, που με
το μαγικό παίξιμο προσελκύει τους ανθρώπους προς το μέρος του και τους αφαιρεί
τη ζωή. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, η φαντασία μας παρουσιάζει το θάνατο ως
ζωντανό όν. Πόσο παράλογο είναι να πιστεύουμε ότι ο θάνατος ζει και συνάμα
εμείς να πεθαίνουμε ! Πόσο παράλογο είναι να θεωρούμε το θάνατο, που είναι
αντίπαλος της ζωής, αθάνατο, και ταυτόχρονα εμάς που είμαστε φορείς της ζωής,
θνητούς !
Όμως, είναι λογικό να σκεφτόμαστε ότι η ζωή μας είναι
ανεξάρτητη τελείως απ’ αυτή τη
«σκοτεινή» δύναμη, που λέγεται θάνατος, και ότι είναι εξαρτημένη εξολοκλήρου από τον
Θεό. Και είναι λογικό να σκεφτόμαστε ότι για μας είναι καλύτερο να εξαρτιόμαστε
από τον Θεό παρά να εξαρτιόμαστε από τους ίδιους τους εαυτούς μας. Αφού η
εξάρτηση από τον Θεό σημαίνει εξάρτηση από τον αιώνιο νου και την αγαθοσύνη,
από την τέλεια αγάπη και την αρμονία, από την πατρική καρδιά, από το δίκαιο και
το φως, από την μονιμότητα και την αιωνιότητα. Ενώ η εξάρτηση από τους ίδιους
τους εαυτούς μας για μας σημαίνει εξάρτηση από την αγνωσία και το κακό, από το
μίσος και τη μελαγχολία, από την υπερηφάνεια και την αστάθεια, από το σκότος
και την ταλαντευόμενη χρονικότητα. Ο στόχος
που ο Θεός έβαλε στο θάνατο είναι σίγουρα καλύτερος απ’ όλους τους στόχους που
θα μπορούσαμε εμείς να του βάλουμε. Ο θάνατος πρέπει να αποσυνθέσει, να
αποδομήσει, να κοιμίσει, ώστε Εκείνος να συνθέσει, να οικοδομήσει, να εγείρει.
Εμείς από το χώμα γίναμε και πάλι στο χώμα πάμε. Ας μη μας
φοβίζει αυτό καθόλου. Το χώμα είναι καθαρό και αθώο, ο τάφος πάνω του δεν είναι
πιο κρύος από την κούνια. Το χώμα είναι ένα σύνθετο σώμα από το δικό μας και
ένα πιο σύνθετο πνεύμα από το δικό μας. Το χώμα είναι ο άγγελος που μας τρέφει,
ο καλός μας, φτερωτός αρχιστράτηγος, που στο πέταγμά του γύρω από τον ήλιο
νίβεται ασταμάτητα στο ηλιακό φως. Στα φτερά του φέρνει εμάς, τα παιδιά του,
γύρω από τον μεγάλο φωτιστικό της οικουμένης. Πετά μαζί μας, γεμάτος πνεύμα και
αγάπη και χαρά ζωής. Η γη είναι όλη ζωντανή, εντελώς ζωντανή. Το Πνεύμα του
Θεού είναι ασταμάτητα επάνω της και μέσα της. Το Πνεύμα του Θεού ασταμάτητα την
ζωογονεί. Τα σκορπισμένα κόκαλα στη γη φοβίζουν τα μάτια, όμως όχι το πνεύμα.
Το σαπισμένο κρέας κάτω από τη γη φοβίζει τον άνθρωπο, όμως όχι και τον Θεό. Αφού
από ένα βλέμμα του Θεού όλα τα σκορπισμένα ενώνονται και όλα τα σαπισμένα
ζωντανεύουν.
Θυμηθείτε το φημισμένο όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ, που με το
προικισμένο χέρι του Μιχαήλ Αγγέλου αιωνιοποιήθηκε με χρώμα. Ο Θεός δείχνει
στον προφήτη την κοιλάδα γεμάτη με νεκρά οστά και τον ρωτά : «Υιέ του ανθρώπου,
θα ζωντανέψουν αυτά τα οστά ;». Και λέει ο προφήτης : «Είπα, Κύριε, Κύριε, εσύ
ξέρεις». Τότε μου είπε : «Προφήτευσε για τα οστά και πές τους : Στεγνά κόκαλα,
ακούστε λόγο Κυρίου».
Και προφήτευσα όπως είχα διαταχθεί, και μπήκε σ’ αυτά
πνεύμα, και ζωντάνεψαν, και στάθηκαν στα πόδια, και ήταν πολύ μεγάλος
στρατός»(Ιεζ.37,1-10).
Ας ομολογήσουμε αδέλφια τον Θεό ως τον κυρίαρχο της ζωής και
όχι τον θάνατο.
Αυτή η ομολογία θα μας οδηγήσει στην εμπιστοσύνη προς τον
ουράνιο Πατέρα μας, που θα γεμίσει την ψυχή μας με χαρά και προσευχή : «Θεέ,
εμείς είμαστε σκόνη που εσύ ζωντάνεψες με το πνεύμα σου. Μας τοποθέτησες σε μια
κοιλάδα παραγεμισμένη με νεκρά οστά και σάπιο κρέας. Δώσε μας δύναμη, να
μπορέσουμε να αντέξουμε την παραμορφωμένη όψη των νεκρών, των οποίων τον αριθμό
και εμείς σήμερα – αύριο θα αυξήσουμε.
Εσύ θα μας αναστήσεις εκ νεκρών, Θεέ, όπως ανέστησες τον Υιό
Σου, τον Χριστό, τον αδελφό μας. Εσύ δεν γέννησες τα παιδιά σου, Πατέρα, μόνο
και μόνο για αν κοιτάξουν στιγμιαία τον πολυτελή σου οίκο κι ύστερα να τα
πετάξεις στο σκοτάδι, στη μεγαλύτερη φυλακή. Εσύ δεν τα γέννησες για να τους
καταπίνει το σκοτάδι. Εσύ τα γέννησες για να είναι σύντροφοί σου στην
αιωνιότητα.
Δεν σε ρωτάμε, Πατέρα, σε τι είδους σώμα θα μας ντύσεις ,
στην άλλη ζωή, ούτε με ποια δύναμη θα μας ζωντανέψεις. Όχι, όμως Σε παρακαλούμε
μόνο : Δυνάμωσε την εμπιστοσύνη μας προς Εσένα και την πίστη μας στη ζωή. Αφού
ότι Εσύ κάνεις με μας, θα είναι ασύγκριτα σοφότερο από εκείνο που εμείς θα
κάναμε μόνοι μας. Τα σχέδιά Σου είναι καλύτερα απ’ όλες τις επιθυμίες μας. Η
δύναμή Σου υπερβαίνει όλη τη φαντασία μας. Εσύ που έχεις τη δύναμη να
δημιουργήσεις, έχεις δύναμη και να θανατώσεις, και Εσύ που έχεις δύναμη να
θανατώσεις, έχεις τη δύναμη και να ζωντανέψεις. Δημιουργέ των ζωντανών ανάστησε
τους νεκρούς, δημιούργησε σε μας τους ζωντανούς την πίστη στην ανάσταση, αφού
χωρίς αυτή την πίστη είμαστε ζωντανοί νεκροί, και επισκέψου μας μετά το θάνατο,
ώστε και εμείς, αν και νεκροί, να έρθουμε στη ζωή. Μόνο Εσύ να είσαι πάντα μαζί
μας, στη ζωή και στο θάνατο, και εμείς θα έχουμε πάντα ότι επιθυμούμε. Αφού Εσύ
είσαι η ζωή και ο ζωοδότης, από πάντα και για πάντα. Αμήν».
Σε ποιόν ανήκει η γη
;
Για όσους αντιδικούν
περί γης (Η γη είναι του Θεού και ότι είναι πάνω της (Ψαλμ.23,1)
Εάν κάποιος από μας τους θνητούς, αγαπητά αδέλφια, σηκωνόταν
στο ύψος του Θεού, μόνο για 24 ώρες και παρατηρούσε τη ζωή όλων των ανθρώπων
στη γη, θα έπρεπε 12 ώρες να γελά και 12 ώρες να κλαίει. Αφού οι άνθρωποι είναι
με το μισό της ζωής τους γελοίοι, με το μισό θλιβεροί. Και όταν είναι γελοίοι,
δεν καταλαβαίνουν πόσο θλιβεροί είναι, ενώ όταν είναι θλιβεροί δεν
καταλαβαίνουν πόσο γελοίοι είναι. Είναι
γελοίοι οι άνθρωποι όταν δίνουν υπερβολική σημασία στη σοφία τους, στον πλούτο
και στην ευτυχία, είναι θλιβεροί όταν απελπίζονται εξαιτίας της φτώχειας και
της αδικίας και του θανάτου. Είναι γελοίοι όταν καμώνονται τα παλικάρια και
απειλούν τον ουρανό με τη δύναμή τους, είναι θλιβεροί όταν ριγμένοι και
καταπατημένοι ρίχτουν στάχτη στο κεφάλι τους και μοιρολογούν: «Μακάρια είναι τα
σκουλήκια και τα μυρμήγκια κάτω από τα πόδια μας, αφού αυτά μπορούν να
υποφέρουν και σωπαίνουν»! Είναι γελοίοι οι άνθρωποι στην ειρήνη και θλιβεροί
στον πόλεμο. Γελοίοι ως αφέντες και θλιβεροί ως υπηρέτες. Όμως, σε τίποτα δεν
είναι οι άνθρωποι τόσο γελοίοι ούτε τόσο θλιβεροί όπως στη μεγάλη δίκη περί του
σε ποιον ανήκει η γη ;
Ο αδελφός σπρώχνει τον αδελφό : «Φύγε από τη γη μου !». Ο
Κάιν σκοτώνει τον Άβελ, εφόσον δεν μποτούν να συνυπάρχουν δυο αφεντικά της
ίδιας γης.
Η νεότερη γενιά διώχνει τους γέρους από τη γη με υπερηφάνεια
: «Φύγετε πιά, είναι δική μας η γη!». Οι γέροι αντιδρούν ανιαρά και
υπερασπίζονται το δικαίωμά τους : «Γιατί έρχεστε, εσείς οι αυθάδεις νεαροί στη
γη μας ;»
Το παρόν καταπιέζει το παρελθόν : «Πήγαινε, εγώ είναι εδώ
νοικοκύρης !». Το μέλλον σπρώχνεται στο τώρα με θόρυβο : «Πήγαινε, εγώ έρχομαι,
έχω δικαίωμα !»
Ο ένας αφέντης του κόσμου πίσω από τον άλλον εξαφανίζεται,
ενώ η γη παραμένει. Μόλις κάποιος χτυπήσει με το πόδι του τη γη λέει : «Αυτό
είναι δικό μου!». Πριν προλάβει ο ήχος της φωνής του να χαθεί, έρχεται ο
θάνατος και τον κάνει βουβό. Έρχεται ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος. Μετά από
τον Ραμσή ο Δαρείος, μετά από τον Δαρείο ο Αλέξανδρος, ύστερα ο Κάρολος, ο
Πέτρος, ο Ναπολέων. Ο καθένας χτυπά με το πόδι του και ονομάζει τη γη δική του.
Όμως. όπως έρχονται, έτσι και φεύγουν. Έρχονται με θόρυβο, με το ταχύτατο
τραίνο, στα φτερά του χρόνου, και με το ίδιο τραίνο φεύγουν βιαστικά προς την
αντίθετη κατεύθυνση. Μόλις κάθισαν, μόλις έγραψαν στον εαυτό τους χαρτιά
ιδιοκτησίας για τη γη, μόλις κατέβασαν το μπόγο τους και βρέθηκαν στην καρέκλα,
τότε ξαφνικά τα αόρατα φτερά που τους έφεραν, τους πιάνουν χωρίς να το
αισθανθούν και τους παίρνουν με την ίδια ταχύτητα. Που υπάρχει το βήμα εκείνων
που κατά χιλιόμετρα τους αναγνώρισαν τα χαρτιά ιδιοκτησίας γης ;Δεν υπάρχουν,
έτρεξαν μαζί κι αυτοί. Που είναι εκείνοι που τους αντικατέστησαν και πάνω στα
δικά τους χαρτιά έγραψαν το όνομά τους ; Δεν υπάρχουν , έφυγαν τρέχοντας κι
αυτοί. Τώρα στη θέση τους κάθονται άλλοι, θρονιασμένοι στην καρέκλα τους, με τα
δικά τους χαρτιά στα χέρια τους, κάθονται και λένε : «η γη είναι δική μας!».
Και εκατομμύρια άλλοι στέκονται γύρω τους και επιβεβαιώνουν : «Έτσι είναι». Και
όσο αυτοί λένε αυτά, τα αόρατα φτερά μαζεύονται και γύρω από τους μεν και γύρω
από τους δε και χωρίς αν το αισθανθούν τους παίρνουν για να τους μεταφέρουν
μακριά στο άγνωστο.
Όμως, όπως οι άνθρωποι, έτσι και τα άλλα γήινα όντα ζητούν
το δικαίωμά τους στη γη. Το βόδι διεκδικεί το δικαίωμά του στη γη με τα κέρατα,
το φίδι με το δηλητήριο, η τίγρης με τα νύχια, ο σκαντζόχοιρος με τα αγκάθια,
το φυτό με την καθορισμένη του θέση, τα βράχια με τη σκληρότητά τους, και την
επιφάνειά τους, η θάλασσα με τις φουρτούνες της, η φλόγα με τον ορμητικό της
θυμό. Ο καθένας με τον τρόπο του λέει την πεποίθησή του : «Η γη είναι δική μου
!». Και ο καθένας σπρώχνει τον άλλο : «Μακριά έπο εδώ !».
Και εάν κάθε πράγμα στη γη ήξερε και ήθελε να πει την
αλήθεια, κανένα δεν θα επαναλάμβανε τις λέξεις : «Η γη είναι δική μου !». Εάν
έλεγαν στη θάλασσα : «είναι δική σου η γη, εσύ έχεις το μεγαλύτερο πλάτος και
βάθος» εκείνη θα απαντούσε «εγώ θα εξατμιστώ, ενώ η γη θα παραμείνει». Εάν
έλεγαν στα ζώα «είναι δική σας η γη» εκείνα θα απαντούσαν «Εμείς είμαστε
καλεσμένοι στο ξένο τραπέζι, εμείς θα φύγουμε, ενώ το τραπέζι θα παραμείνει».
Η ψευδοεπιστήμη δημαγωγεί εναντίον της πίστης, η
ψευδοθεολογία δημαγωγεί εναντίον της επιστήμης. Η ψευδοεπιστήμη παίρνει τις
χείριστες και πρωτογενείς μορφές της πίστης, αυτές τονίζει σαν πίστη γενικώς,
αυτές κριτικάρει κι αυτές αρνείται. Η ψευδοθεολογία πάλι έχει μάτια μόνο για
καταχρήσεις των επιστημονικών εφευρέσεων και ανακαλύψεων, γενικεύει αυτές τις
καταχρήσεις και αρνείται την επιστήμη. Το τελευταίαο αιώνα εξελίχθηκαν σημαντικά
οι φυσικές και τεχνολογικές επιστήμες. Οι σοβαροί άνθρωποι αυτό το χρησιμοποίησαν για εμβάθυνση, ενώ οι γραφικοί για να κάνουν
πιο ρηχή τη ζωή. Λόγω αυτού του πλουτισμού της επιστήμης οι σοβαροί έγιναν σοβαρότεροι,
ενώ οι γραφικοί γραφικότεροι. Οι σοβαροί δεν βλέπουν την αλήθεια διπλή, μια
στην επιστήμη, μια δεύτερη στην πίστη, αλά αισθάνονται αρμονία μεταξύ τυο ενός
και του άλλου. Οι γραφικοί απολαμβάνουν τις περιττές φιλονικίες και τονίζοντας
πάντα την αυθάδεια μπροστά στη λογική σκέψη, δημιουργούν αξία για τον εαυτό
τους από το ότι με την επιστήμη αντιλέγουν στην πίστη ή αντίθετα με την πίστη
αντιλέγουν στην επιστήμη.
Η υγιής πίστη δεν αντιλέγει ποτέ προς την πραγματική
επιστήμη ούτε η πραγματική επιστήμη αρνείται την υγιή πίστη. Μόνο οι
αρρωστημένες μορφές και του ενός και του άλλου είναι υπερβολικές και ακραίες. Η
πίστη μου στον Θεό δεν με εμποδίζει στο να αναγνωρίσω και να υιοθετήσω όλη την
πραγματική επιστήμη από το άλφα έως το ωμέγα. Η επιστήμη μου όμως λαμβάνει σε
διαύγεια και πληρότητα και ορμή, εάν τη φωτίσω και τη ζεστάνω με υγιή πίστη. Να
ξέρετε ότι όταν ενας επιστήμονας
ξεσηκώνεται εναντίον της πίστης εν ονόματι της επιστήμης, αυτός ξεσηκώνεται
εναντίον της χείριστης μορφής της πίστης εν ονόματι της κάλλιστης επιστήμης.
Και όταν ένας θεολόγος ξεσηκώνεται εναντίον της επιστήμης εν ονόματι της
πίστης, αυτός ξεσηκώνεται ενάντια στη μέγιστη κατάχρηση και μέγιστη επιζήμια
μορφή της επιστήμης εν ονόματι της κάλλιστης πίστης. Η κάλλιστη επιστήμη όμως
στέκει στην τέλεια αρμονία με την κάλλιστη πίστη. Ενώ οι κάλλιστοι ποτέ δεν
φιλονικούν, οι κάλλιστοι καταλαβαίνονται και αγαπιούνται. Οι μικροί φιλονικούν
και τρώγονται, και ηδονίζονται με τη φιλονικία και τις τριβές..Ομως η φιλονικία
και οι τριβές της ψευδοπίστης και της ψευδοεπιστήμης ταλαντεύουν πολλές απλές ψυχές
στην πίστη. Και όταν ταλαντευτεί ,η πίστη τους
αγωνίζεται για επιβίωση. Και συχνά ο αγώνας τελειώνει με ήττα της
πίστης. Η ήττα της πίστης σημειώνει το θρίαμβο του σκότους και της κακίας μέσα
στους ανθρώπους.
Η έκτη αιτία λογω της οποίας η πίστη μέσα στους ανθρώπους
υπομένει ήττα είναι η κοινωνική αδικία. Ένας άνθρωπος κοιτάζει τον ουράνιο θόλο
στολισμένο με πυρινα φώτα και η πίστη του λάμπει και τον ζεσταίνει σαν φλόγα.
Όταν όμως κοιτάζει και την αδικία, που πράττει ένας άνθρωπος στον άλλο η πίστη
του μουδιάζει σαν φλόγα κάτω από νεροποντή. Κάποια κόμματα των εργατών στον
κόσμο, διαμαρτυρόμενα εναντίον της άδικης μοιρασιάς του πλούτου στη γη,
βρίσκουν αναγκαίο να διαμαρτύρονται και εναντίον της πίστης. Τούτη η
διαμαρτυρία των εργατών ενάντια στην πίστη
μέχρι ενός σημείου είναι και δικαιολογημένη. Είναι δικαιολογημένη τόσο όσο
αναφέρεται σε διαστρεβλωμένες μορφές της πίστης, που έβαλαν τον εαυτό τους στην
ταπεινή υπηρεσία του καπιταλισμού και οι οποίες στηρίζουν μια οφθαλμοφανή
οικονομική αδικία, κάτω από την οποία αναστενάζουν και πεθαίνουν χιλιάδες και
εκατομμύρια ανθρώπων. Όμως, αυτή η διαμαρτυρία όχι μόνο είναι
αδικαιολόγητη αλλά και ανόητη όταν αναφέρεται
στην πίστη γενικώς. Είναι αδικαιολόγητη, επειδή είναι άδικη και ανόητη, επειδή
μ’ αυτή από τον καλύτερο φίλο δημιουργείται εχθρός. Ο καλύτερος φίλος των
φτωχών και των καταπιεσμένων σ’ αυτό τον κόσμο είναι η πίστη. Εάν οι φτωχοί και
οι καταπιεσμένοι σ’ αυτό τον κόσμο θέλουν να κάνουν ένα επιτυχημένο αγώνα
εναντίον των καταπιεστών τους, πρέπει να τον κάνουν στο όνομα του Θεού και της
δικαιοσύνης του Θεού. Ένα πράγμα είναι μεγάλο και μεγαλειώδες όταν ο Θεός είναι
η βάση του. Να επικαλούνται την αδελφοσύνη και την ανθρωπιά, χωρίς να πιστεύουν
στο Θεό, μπορούν μόνο εκείνοι, που είναι πλανημένοι ή εκείνοι στους οποίους δεν
υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ του μυαλού και της γλώσσας. Να μην πιστεύεις στη
δικαιοσύνη του σύμπαντος και να ζητάς τη γήινη δικαιοσύνη είναι το ίδιο με το
να μην πιστεύεις ότι ο ήλιος μπορεί να φωτίσει τη γη και να ζητάς να τη φωτίσει
μια απλή πέτρα.
Η κοινωνική αδικία μας στενοχωρεί όλους και μας πονά και μας
ρίχνει σε σκοτεινές σκέψεις και κατατρώγει την αισιοδοξία μας και θολώνει το
βλέμμα μας προς τον ουρανό. Και μόνο η σκέψη της κοινωνικής αδικίας, κάτω από
την οποία μια ανθρώπινη ζωή υποφέρει, μπορεί να έχει την ενέργεια του ανέμου
της ερήμου, που όλα μπροστά του τα μαραζώνει. Μπροστά από τούτο τον άνεμο της
ερήμου μαραζώνεται και η πίστη μας. Όπως το πράσινο χόρτο που κάτω από το
δρεπάνι την ώρα του θερισμού ξεραίνεται και μαυρίζει, έτσι και η πίστη μας
μπροστά από το γεγονός της κοινωνικής αδικίας απλώνεται στο νεκροκρέβατο και
πεθαίνει.
Γιατί εκείνος που
δουλεύει να πεθάνει από την πείνα ;Γιατί η ζωή πολλών να είναι ένα παρατεταμένο
μαρτύριο, ενώ η ζωή μερικών μια παρατεταμένη γιορτή ; Γιατί να υποφέρει ο
δίκαιος ; Γιατί ο σοφός να είναι παραγκωνισμένος και ταπεινωμένος μπροστά στον
ανόητο ; Γιατί αυτός που πράττει το αγαθό να βιώνει αχαριστία; Γιατί ο ταπεινόφρων
να ζει πάντα στη σκια του υπερήφανου ;Γιατί η ασωτεία να έχει τόσο ευρείες και
λαμπερές κατοικίες, ενώ η αρετή να δυσκολεύεται πάντα μέσα στα εργαστήρια των
μαραγκών της Ναζαρέτ και στα στενά κελλιά ;Γιατί τον ήρωα να τον σμπρώχνουν με
τους αγκώνες τους οι φοβιτσιάρηδες πίσω, αφού η θέση του είναι μπροστά ; Γιατί
όλα αυτά, εάν υπάρχει ο δίκαιος Θεός ;
Κάτω από το βάρος τούτων των ερωτήσεων το ψυχικό θάρρος πολλών ξεπέφτει, και όπου
δεν υπάρχει θάρρος, δεν υπάρχει ούτε πίστη. Όταν ξεπέφτει το θάρρος, ξεπέφτει
και η πίστη, όταν το θάρρος πεθάνει, πεθαίνει και η πίστη. Το θάρρος και η
πίστη πάντα θάβονται στον ίδιο τάφο.
Η έβδομη αιτία της νέκρωσης της πίστης μέσα μας είναι η
ευτυχία. Μόνο μεγάλες και δυνατές ψυχές στέκουν και στην ευτυχία με πρόσωπο
στραμμένο προς τον Θεό. Στις αδαείς ψυχές η ευτυχία είναι η ύψιστη θεότητα την
οπία εκείνες προσκυνούν. Μόνο οι αδαείς ψυχές στην ευτυχία είναι άθεες. Αλλά
στη δυστυχία κανείς δεν είναι πιο ευσεβής απ’ αυτές. Όμως, και κάποια καλύτερη
ψυχη ξεχνιέται στην ευτυχία. Κάποιοι καλοί άνθρωποι τόσο αλλάζουν στην ευτυχία,
ώστε οι φίλοι τους δεν μπορούν να τους αναγνωρίσουν. Ένας χαρούμενος άνθρωπος
κερδίζει στο λαχείο πολλά χρηματα και γίνεται ξαφνικά θλιμμένος και
εκκεντρικός. Μια φτωχή κοπέλα παντρεύεται ένα αριστοκράτη και γίνεται υπερήφανη
και περιφρονεί τις παλιές φίλες της. Ένας αγαπητός φίλος παίρνει θέση στην
εξουσία και τρελαίνεται. Ένα καλλιτέχνη η δόξα τον κάνει τσαρλατάνο. Εκείνο που
με τη θνητή γλώσσα ονομάζεται ευτυχία, συχνά γίνεται η μέγιστη δυστυχία των
ανθρώπων. Η γήινη ευτυχία σε πολλούς παίρνει τα μυαλά και σκληραίνει την
καρδιά. Άραγε μπορεί να υπάρχει
μεγαλύτερη δυστυχία απ’ αυτή την «ευτυχία» ;Πρέπει να έχουμε θάρρος στην ευτυχία,
όπως και στη δυστυχία. Χρειάζεται θάρρος για να μην παραδοθείς ούτε στην
ευτυχία ούτε στη δυστυχία. Σ’ όποιον η ευτυχία γίνει είδωλο, σ’ αυτόν ο Θεός
σταματά να είναι Θεός. Όποιος λιβανίζει την ευτυχία τη δική του –αδιαφορώντας
για την ευτυχία των άλλων- με θυμίαμα και λιβάνι, τούτος δεν προσφέρει θυσία
στον Θεό. Όποιος νομίζει ότι τα άκρα του κόσμου βρίσκονται στο ορίζοντα της
ευτυχίας του, τούτος αγκαλιάζει με τα χέρια του μια ψευδαίσθηση από καπνό.
Όποιος μπορεί να γιορτάζει την ευτυχία του εκτός Θεού και χωρίς Θεό, τούτος
βιώνει τη σιωπή πριν από την καταστροφή και γελά με γέλιο που θα παγώσει. Διότι
όσο η ευτυχία κατοικεί σ’ ένα οίκο, τόσος η δυστυχία στέκει μπροστά στην πόρτα
και περιμένει τη σειρά της. Δεν υπάρχει οίκος στον κόσμο στον οποίο η δυστυχία
δεν θα εισχωρήσει και δεν θα δείξει το αποκαλυμμένο της πρόσωπο.
Αυτές οι επτά αιτίες είναι ικανές μόνες ή μαζί, να
προκαλέσουν την τραγωδία της πίστης. Όταν επτά θάμνοι από αγκάθια φυτρώσουν
γύρω από ένα ευγενικό κρίνο και πλέξουν τα κλαριά τους πάνω από αυτό, έτσι ώστε
να του κρύψουν τον ήλιο και αν του δηλητηριάσουν τον αέρα, τότε ο ευγενικός
κρίνος σαπίζει στην υγρασία και πνίγεται στο σκοτάδι. Και ο Θεός από τον ουρανό
βλέπει πως πολλοί όμορφοι κρίνοι σαπίζουν και πνίγονται στη γη. Και ο Θεός από
ψηλά βλέπει, πως πολλές ψυχές μετατρέπονται σε αγκάθια χωρίς κρίνους. Ο Θεός
όντως και τα αγκάθια χρησιμοποιεί για καλό, όμως αλίμονο σε εκείνον που είναι
από αγκάθια. Αλίμονο, πρώτα σ’ αυτόν, κι αλίμονο τότε, σ’ εκείνους γύρω του. Η ζωή δίχως πίστη
είναι πιο σκοτεινή απ’ όλες τις τραγωδίες. Μπροστά σ’ αυτή την τραγωδία η τραγωδία του
Γολγοθά είναι φωτεινή. Εκείνος που με ζωντανή πίστη στην ψυχή υποφέρει και
καταστρέφεται , ακόμα και πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου του, μοιάζει με ναυτικό
στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, που μέσα από τα πάθη και το σκοτάδι βλέπει βορινό
αστέρα, οπότε δεν χάνει τον προσανατολισμό του. Εκείνος που δίχως πίστη
υποφέρει και καταστρέφεται μοιάζει με ναυτικό σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, που
δεν βλέπει ούτε μια ακτίνα φωτός στο σκοτάδι, ούτε στον εαυτό του ούτε γύρω
του, καταπονεί τα μάτια του για να δει, όμως όσο περισσότερο τα καταπονεί τόσο
του φαίνεται το σκοτάδι όλο και πιο πυκνό και μαύρο, κουράζει το λαιμό του για
να φωνάξει, όμως ούτε ο ίδιος δεν είναι σε θέση να ακούσει τη φωνή του απο το
φοβερό θόρυβο γύρω του. Η απελπισία του άπιστου είναι το πιο φρικτό γεγονός σε όλους τους καιρούς.
Τούτη η απελπισία κρύβεται με κυνισμό, ώστε δεν είναι ορατή για κάθε μάτι. Εάν
όλοι οι υγιείς άπιστοι ήξεραν τις ομολογίες όλων των άπιστωνπου ξεψυχούν στο νεκροκρέβατο,
θα είχαν βιαστεί όλοι να ξεριζώσουν τα ζιζάνια κα τα αγκάθια από την ψυχή τους
και να αφήσουν τον πιεσμένο κρίνο να
σηκωθεί και να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει χαρά στη ψυχή τους και να της
δώσει χρώμα και ευωδία. Χωρίς τη χαρά, οι άπιστες ψυχές είναι και άχρωμες και
δίχως ευωδιά. Οι κρυσταλλωμένες πέτρες είναι πιο αγαπητές στο βλέμμα από τις
ψυχές αυτές. Και κάθε πέτρα είναι πιο άξια συλλυπητηρίων από τέτοιες ψυχές. Τι
είδους μεγάλα σχέδια ονειρεύεται ο άπιστος ; Είναι ψεύτικα τα σχέδιά του, αυτός
πρέπει καμιά φορά μες στη νύχτα να ομολογήσει στον εαυτό του ότι τα σχέδιά του
είναι ψέμα. Μπροστά στους άλλους ανθρώπους ίσως και αν βάζει μάσκα γι’ αυτό το
ψέμα, όμως μπροστά στον ίδιο τον εαυτό του όχι. Όλα τα μεγάλα σχέδια, είτε προσωπικά
ή εθνικά ή πανανθρώπινα, εάν δεν βασίζονται στο γρανιτένιο θεμέλιο της πίστης,
βασίζονται σε θεμέλιο από κερί. Ζεσταίνει ο ήλιος, το κερί λιώνει και ο μεγάλος
πύργος καταρρέει στη γη.
Δώσε μας Θεέ λογικό, ώστε ότι χτίζουμε επάνω στην πίστη, σε
Σένα να το χτίζουμε. Αφού η πίστη σε Σένα, είναι θάρρος για χτίσιμο και φως στο
ταξίδι. Δώσε μας το φως Σου στο ταξίδι μας σ’ αυτό τον κόσμο. Κάθε άλλο φως εκτός
από Εσένα μπερδεύει τις σκέψεις μας και παγώνει τις καρδιές μας. Πηγή ζεστού
και ζωοδόχου φωτός, μην εγκαταλείψεις εμάς, τους κουρασμένους και διψασμένους
ταξιδιώτες. Εσύ που ανασταίνεις τα νεκρά σώματα και τις νεκρές ψυχές, ρίξε ένα
βλέμμα και στο δικό μας νεκροταφείο. Ας καούν από το βλέμμα σου όλα τα
θανατηφόρα σκοταδοφόρα ζιζάνια μέσα μας και ας αναστηθεί η ζωοφόρος πίστη σε
Σένα. Ώστε να είμαστε και εμείς άξιοι εργάτες στο μεγάλο εργαστήριό Σου και
άξιοι καλεσμένοι στο μεγάλο τραπέζι σου σ’ αυτό τον κόσμο. Και να είμαστε άξιοι
του ονόματός Σου, Δημιουργέ μας, υπερήφανοι για την πατρότητά Σου Πατέρα μας.
Αμήν.
Ο οπτιμισμός ενός
ανάπηρου
Ο οπτιμισμός ενός ανάπηρου αποτελεί το σημερινό μου θέμα. Τα
θέμα μου είναι ένα αληθινό γεγονός. Υπάρχει κάποιος ανάπηρος, τρομακτικά
ανάπηρος, που όμως είναι μεγάλος οπτιμιστής. «Αυτό είναι παράδοξο» θα πείτε.
Όχι το παράδοξο δεν υφίσταται. Εάν η λογική κυριαρχεί από το ένα άκρο έως το
άλλο άκρο του σύμπαντος, τότε δεν υπάρχει χώρος για το παράδοξο. Και όντως δεν
υπάρχει. Τα παράδοξα είναι μόνο φαινομενικά τέτοια, αποτελούν ορατές συνέπειες
με αόρατες αιτίες. Όταν οι αιτίες γίνονται ορατές, οφθαλμοφανείς, τότε οι
συνέπειες παύουν να είναι παράδοξες.
Υπάρχει ένας ανάπηρος οπτιμιστής που τον είδα με τα ματιά
μου. Είναι ένας στρατιώτης του προηγούμενου πολέμου. Το εχθρικό βλήμα πέρασε
μέσα από το σώμα του πλάι στη σπονδυλική στήλη. Οι γιατροί του είπαν πως πολλά
από τα νεύρα αχρηστεύτηκαν, πολλοί γραμμικοί μύες καταστράφηκαν καθώς και η
κινητική δύναμη των ποδιών του. Ο ανάπηρος δεν αισθάνεται πια ότι έχει τα πόδια
του. Βάλτε θράκα ή πάγο στα πόδια του, το ίδιο κάνει, δεν πρόκειται να
αισθανθεί ούτε το καυτό ούτε το κρύο.
Με κάλεσε να τον επισκεφθώ. Αισθανόμουν θλίψη ανακατωμένη με
φόβο, όταν χτύπησα την πόρτα του σπιτιού του. Μου είχε γράψει για τη δύσκολη
κατάστασή του και ειχα σχηματίσει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα μελαγχολικό
κακόμοιρο. Με περίμενε η μητέρα του, με χαμόγελο στα χείλη. Τι να σημαίνει
άραγε αυτό το χαμόγελο ;
Μπήκα στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Σε μια μεγάλη πολυθρόνα πλάι
στο παράθυρο καθόταν ο γνωστός μου, καθηλωμένος, κατάκοιτος. Στο μαραμένο, ωχρό
πρόσωπό του έλαμπε η χαρά. Όλο και μου φαινόταν ότι έβλεπα φωτοστέφανο γύρω από
αυτό το κεχριμπαρένιο πρόσωπο.
«Εγώ κάθομαι εδώ από το πρωί έως το βράδυ» άρχισε ο ανάπηρος
«και παρατηρώ τη ζωή από το παράθυρο. Από το πρωί ως το βράδυ και κάποτε από το
πρωί ως το επόμενο πρωί. Η μητέρα μου ετοίμασε αυτό το μισοσκότεινο δωμάτιο,
ώστε η ζωή που παρατηρώ στο δρόμο να φαίνεται πιο καθαρή και πιο φωτεινή. Όπως
ξέρετε, όταν ο άνθρωπος κοιτάζει από τον πάτο του πηγαδιού τον ουρανό το
μεσημέρι βλέπει τ’ άστρα. Έτσι κι εγώ κοιτάζω από το μισοσκότεινο δωμάτιο τους
ανθρώπους και μου φαίνονται σαν άστρα, λαμπερά, φωτεινά αστέρια που φλέγονται
και περιφέρονται, ασταμάτητα φλέγονται και περιφέρονται, το ένα με τα’ άλλο, το
ένα με τα’ άλλο, το ένα γύρω από το άλλο. Ώσπου και ο ίδιος να συμμετέχω σ’
αυτή τη δίνη της ζωής, αφού δεν γνώριζα ότι η ζωή τόσο ωραία και τόσο γλυκιά.
Από τότε που έχασα τα πόδια μου απέκτησα μάτια. Ναι, βλέπω την ζωή από τότε που κάθισα σ’ αυτή
την πολυθρόνα. Η ζωή είναι τόσο ωραία, τόσο αρμονική!
Η ασθένεια δεν είναι μεγάλο κακό, και ο θάνατος δεν είναι
ούτε μεγάλο ούτε μικρό κακό. Τα πόδια μου πλέον κρέμονται, δεν κρατούν αυτά
εμένα αλλά εγώ αυτά. Αλλά υπάρχει κάτι που κρατά και εμένα, όπως κρατώ εγώ τα παράλυτα
πόδα μου, χωρίς το οποίο θα ήμουν ολόκληρος παράλυτος. Αυτό είναι η εσωτερική
μου , ψυχική αισιοδοξία. Η ψυχή μου για αρκετό καιρό ήταν παράλυτη. Η οπτική
της ήταν περισσότερο παράλυτη. Δεν μπορούσε να δει το όραμα όλης της ομορφιάς
και του σκοπού αυτού του κόσμου. Περιπλανιόταν στο σκοτάδι και της φαινόταν σκοτεινός
ολόκληρος ο κόσμος. Η μοναδική ένθερμη δραστηριότητά της ήταν η υπηρεσία του
σώματος, η σκλαβιά στο σώμα. Το σώμα μου τραβούσε την ψυχή μου μαζί του όπως ο
κυνηγός το σκυλί από το σχοινί. Η ψυχή μου αναπηδούσε, χοροπηδούσε στη σκόνη
και στη λάσπη πίσω από το σώμα, ανάλογα με την επιθυμία του σώματος και ανάλογα
με την οσμή του. Όσο είχα υγεία δεν την αισθανόμουν. Είχα μάτια αλλά δεν
έβλεπα. Οι ακτίνες του ήλιου μου χαμογελούσαν και εγώ τους κατσούφιαζα. Τα
αστέρια με κοιτούσαν αλλά εγώ τα μισούσα και τα φοβόμουν. Ήμουν σαν
τυφλοπόντικας που κάποιος τον πέταξε στο φως και στον αέρα και που αμήχανος
περιφέρεται από εδώ και από εκεί και τρέμοντας τρυπώνει στο χώμα για να ξεφύγει
από τον ήλιο και να λουφάξει και πάλι στο υπόγειο σκοτάδι.
Ευχαριστώ τον Θεό που έγινε αυτός ο πόλεμος. Και ευχαριστώ
τον Θεό που ο εχθρός με άφησε ανάπηρο μ’ αυτό τον τρόπο. Αυτός ο εχθρός έγινε ο
καλύτερος ευεργέτης μου. Έχασα τα πόδια μου, αλλά κέρδισα την ψυχή μου. Πόσο
σοφός είναι ο Θεός ! Χρησιμοποιεί και το πιο σκληρό μέσον απέναντί μας για το
δικό μας μέγιστο καλό. Έδωσα μόνο τα πόδια για την ψυχή μου. Να ξέρατε πόσο
περισσότερο αξίζει η ψυχή από τα πόδια !
Από τότε που καθηλώθηκα σ’ αυτή την καρέκλα και παρατηρώ τον
κόσμο από το παράθυρο, τακτοποίησα τις σκέψεις και τα αισθήματά μου. Το χάος
για αρκετό καιρό κυριαρχούσε στο μυαλό μου και στην καρδιά μου. Για να μπορέσει
ο άνθρωπος να δει την τάξη της ζωής και του κόσμου, πρέπει πρώτα να βάλει τάξη
μέσα του. Αυτή την τάξη μόλις έβαλα μέσα μου. Διασκόρπισα το χάος και απέβαλα
τον φόβο από μέσα μου. Κάποτε φοβόμουν ακόμα και το συνάχι , σήμερα στέκουν
δίπλα μου, ναι δίπλα μου, δυο παράλυτα πόδια, που κάποτε ήταν σύνθετο μέρος
μου, και πλέον δεν έχω κανένα φόβο. Μια ανατροπή έγινε στην ψυχή μου. Τώρα που
έγινα άσχημος, ο κόσμος μου φαίνεται ομορφότατος, και όταν όλος ο κόσμος με
λυπάται, αρχίζω να λυπάμαι όλο τον κόσμο».
Έτσι μου μίλησε ο ανάπηρος με τα νεκρά πόδια, που η μοίρα
καταδίκασε τον οργανισμό του να μείνει ακίνητος σαν φυτό μέχρι τον θάνατό του.
Ήταν ένας νέος 25 ετών, που μπορεί να ζήσει ακόμα 25 χρόνια. Και το να ζήσει
ακόμα 25 χρόνια γι’ αυτόν σημαίνει να κάτσει δυόμισι δεκαετίες ακίνητος στην
πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο μπροστά στον κινηματογράφο της ζωής. Πόσοι από σας
σ’ αυτό θα έλεγαν : «Θα σκοτωνόμουν, αν ήμουν σ’ αυτή την κατάσταση» ; Σίγουρα
πολλοί.
Ο αριθμός των αυτοκτονιών γίνεται από μέρα σε μέρα
μεγαλύτερος για πολύ πιο ασήμαντους λόγους από το να έχει κανείς νεκρά και τα
δυο του πόδια. Η σκέψη περί αυτοκτονίας σήμερα βρίσκει όλο και περισσότερο χώρο
στο μυαλό όλων. Ένα γυμνασιόπαιδο αυτοκτόνησε λόγω του χαμηλού βαθμού, μια
κοπέλα από μελαγχολία, ένας γέρος λόγω ασθενείας. Τα τελευταία χρόνια ζήσαμε
μερικές αυτοκτονίες γιατρών, διευθυντών, κρατικών συμβούλων, ακόμα και
επισκόπων. Η αυτοκτονία έγινε ένα τόσο συνηθισμένο φαινόμενο στις μέρες μας,
που κάποια μέρα έτυχε να ακούσω τον εξής διάλογο : «Τα’μαθες ;έφυγε από τη ζωή
ο Ν.». «Σοβαρά ; Πέθανε ή αυτοκτόνησε ;»
Η διαπαιδαγώγηση παίζει τον κύριο ρόλο εδώ. Ο άνθρωπος
μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί ή για να είναι αισιόδοξος ή για την αυτοκτονία. Η
γενιά μας είναι περισσότερο διαπαιδαγωγημένη για το δεύτερο.
Πρώτα οι γονείς αρχίσουν να ετοιμάζουν τους αυτόχειρες.
«Αυτός ο κόσμος είναι κακός» ψιθυρίζει κάθε πρωί η μάνα στ’ αυτί του γιού της.
«Οι άνθρωποι γιέ μου είναι ατομιστές, μοχθηροί και ψεύτες. Να αποφεύγεις γιέ
μου τους ανθρώπους. Να κοιτάς μόνο τον εαυτό σου».
Μετά τη μητέρα , ο πατέρας λέει στο γιό :«Πόσο απαίσιος
είναι ο καιρός έξω! Πόσο άσχημη είναι άγρια η φύση! Πόσο απεχθή είναι τα έργα
των ανθρώπων! Πόσο βαρετός είναι ο ήλιος ! Πόσο μίζερη είναι η ζωή!».
Και ο πατέρας και η μητέρα επαναλαμβάνουν διαρκώς στο γιό
τους τα τρελά λόγια ενός απελπισμένου ποιητή: «Δεν υπάρχει στον κόσμο, αδελφέ,
αγάπη».
Δεν υπάρχει φοβερότερη καταδίκη για τον κόσμο απ’ αυτήν. Ο
κόσμος δημιουργήθηκε από αγάπη, ο κόσμος επιβιώνει λόγω της αγάπης. Το να λές
ότι δεν υπάρχει στον κόσμο αγάπη αποτελεί τη φοβερότατη και ψευδέστατη καταδίκη
του κόσμου.
Οι άνθρωποι με τίποτα δεν μπορούν να συνηθίσουν να παρατηρούν
τα πάντα υπό την οπτική γωνία της αιωνιότητας. Όμως, όλα όσα παράγει αυτός ο
κόσμος τα παράγει για την αιωνιότητα. Η αγάπη και η φιλία μας είναι μη πεπερασμένη,
όπως και ο κόσμος και ακόμα πιο αξεπέραστη από τον κόσμο. Μας ξεγελούν τα μάτια
μας περί της παροδικότητας των πάντων, όπως μας ξεγελούν τα μάτια μας για την
κίνηση του ήλιου. Υπάρχει ένα νοητό περιβάλλον μέσα στο οποίο όλα ζουν και
κινούνται. Το ίδιο είναι ακίνητο. Όλα όσα κινούνται σ’ αυτό το περιβάλλον,
αφήνουν πάνω του αποτυπώματα που δεν μπορούν να σβηστούν. Αυτό το αποτύπωμα
αποτελεί την πλήρη, αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Όλα όσα κάποτε έζησαν στη γη
ζουν και σήμερα σ’ αυτό το νοητό πνευματικό περιβάλλον, και όλα όσα ζουν
σήμερα, θα ζήσουν αιώνια, πάλι σ’ αυτό το περιβάλλον. Η αγάπη και η φιλία μας
δεν καθαιρούνται με τον θάνατο, αλλά προεκτείνονται σε μια μακράν καθαρότερη
και ανώτερη και ισχυρότερη μορφή στον άλλο κόσμο. Ανάμεσα σ’ εκείνο τον κόσμο
και σ’ αυτόν τον κόσμο τα όρια τα φτιάχνει μόνο η δική μας μυωπία. Δεν βλέπουμε
την προέκταση αυτής της ζωής μετά το θάνατο και γι’ αυτό ο θάνατος μας φαίνεται
σαν ψαλίδι που κόβει όλα τα νήματα και τις σχέσεις ανάμεσα στους νεκρούς και
τους ζωντανούς, και το οποίο και από μας κάθε μέρα αποκόβει από ένα μέρος, όταν
μας χωρίζει από την αγάπη μας, τη φιλία μας και τη χαρά μας. Εμείς δεν
βλέπουμε, όμως μπορούμε να δούμε. Μπορούμε να δούμε με το πνεύμα μας το τώρα
για τώρα, αλλά θα έρθει καιρός, σύντομα θα έρθει, όταν και τα φυσικά μας μάτια
θα βλέπουν και τον πνευματικό κόσμο.
Η αξία των αισθημάτων είναι αιώνια, όπως και η αξία των
σκέψεων. Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αιώνια και η αξία των ανθρώπινων έργων. Ούτε ένα έργο των ανθρώπων δεν πήγε χαμένο,
όχι μόνο το έργο του Παύλου και του Καρόλου, αλλά ακόμα και το έργο
οποιουδήποτε ράφτη ή οικοδόμου από τα περίχωρα του Βελιγραδίου ή του Παρισιού
ή του Λονδίνου. Κάθε ράφτης πιστεύει ότι
δουλεύει αποκλειστικά για τον εαυτό του! Αυτό σκέπτεται κι αυτό αισθάνεται.
Κατ’ αρχήν κάθε ράφτης κάνει μια γενικά χρήσιμη εργασία και ως εκ τούτου μια
εργασία χρήσιμη για τον ίδιο προσωπικά. Από την εργασία του ντύνουν το σώμα
τους τόσοι και τόσοι άνθρωποι.
Ένας οικοδόμος χτίζει σπίτι, στο οποίο κάποιοι άλλο άνθρωποι
θα ζήσουν και θα εργαστούν, θα γεννήσουν και θα πεθάνουν. Ο ίδιος το χτίζει με
τη σκέψη ότι είναι χρήσιμο μόνο σε αυτόν.
Ένας μυλωνάς αλέθει σιτάρι με επιδίωξη το καλό του εαυτού
του. Εν τω μεταξύ εκατοντάδες στόματα θα τραφούν με το ψωμί το οποίο θα
παρασκευαστεί.
Ένας φτωχός φτιάχνει φλογέρες, με τις οποίες κάποιος άλλος
θα παίξει και κάποιος τρίτος στο γάμο και στη γιορτή θα διασκεδάσει ή στη λύπη
και στην ένδεια θα παρηγορηθεί.
Μια υφάντρα υφαίνει χαλί για να βγάλει χρήματα. Το χαλί αυτό
στο σπίτι κάποιου πλούσιου θα ευχαριστήσει τα μάτια πολλών επισκεπτών.
Όλοι μας είμαστε υφαντές της ιστορίας αδελφοί μου, είμαστε
υφαντές της ιστορίας και ύφασμα ενός ανώτερου υφαντή. Όλες οι ημέρες οι οποίες
αποτελούν το παρελθόν από μόνες τους δεν θα σήμαιναν τίποτε, χωρίς το ύφασμα
στο οποίο υφάνθηκαν. Ο χρόνος καθ’ εαυτόν δεν σημαίνει τίποτα χωρίς την ύφανση
του κόσμου, με την οποία γεμίζει ως προς το περιεχόμενό του. Και μαζί με αυτά
στην ύφανση του χρόνου βρισκόμαστε εμείς. Ολόκληρη τη ζωή μας υφαίνουμε και
υφαινόμαστε. Το μέχρι τώρα παρελθόν μας είναι η μέχρι τώρα ύφανσή μας. Κάθε μας έργο μέχρι τώρα, κάθε μας λέξη και
κάθε αίσθημά μας είναι υφασμένο στο μεγάλο υφαντό του παρελθόντος. Καμία κίνηση
του σώματός μας δεν πάει χαμένη, ούτε μια σκέψη. Κάθε ηρωισμός και κάθε
μικροπρέπεια δένονται σφιχτά στο υφαντό του παρελθόντος. Οι χαρές και οι
ασθένειες, τα πάθη μας και οι απογοητεύσεις μας, οι πλάνες και οι αυταπάτες, τα
δάκρυα και τα χαμόγελα, οι φιλοδοξίες και οι ίντριγκες –όλα, απολύτως όλα
υπάρχουν στο παρελθόν, υφασμένα το ένα με το άλλο. Σ’ αυτό το τεράστιο υφαντό
του παρελθόντος δεν υπάρχει μόνο η ιστορία των ανθρώπων αλλά και η ιστορία
ολόκληρου του κόσμου, από τον ήλιο μέχρι το άτομο.
Σκέψου φίλε μου, τι ύφανες σ’ αυτό το μεγάλο υφαντό του Θεού
;Επαναλαμβάνω : Όλα σου τα λόγια, τα έργα και οι σκέψεις φυλάσσονται στο πιο
σίγουρο θησαυροφυλάκιο. Ύφανες αμαρτία ; Αμαρτία θα φυλαχθεί. Έπραξες αγαθά
έργα ; Θα είναι χαραγμένα στην ιστορία πιο ανεξίτηλα απ’ ότι να τα σκάλιζες σε
μάρμαρο. Είπες ψέματα και συκοφαντούσες
; Το παρελθόν το φυλά το ίδιο προσεκτικά όπως τη μάχη του Αούστερλιτς. Έκλεψες
χρήματα ή αγάπη, σκέφτηκες να σκοτώσεις ή να μοιχεύσεις; Αυτό είναι τόσο σαφές
στο παρελθόν όσο σαφής είναι η σημερινή σου παρουσία σ’ αυτό το ναό. Ίσως να το
ξέχασαν αυτό οι άνθρωποι, ίσως να το ξέχασες και συ ο ίδιος. Όλοι μας ξεχνάμε
μεγάλο μέρος της ζωής μας, αλλά μη βασίζεσαι καθόλου στη δική μας λήθη: δεν
είμαστε φτιαγμένοι για φύλακες της ιστορίας αλλά για υφαντές της. Το παρελθόν
το φυλά Εκείνος που δεν γίνεται να
ξεχάσει τίποτα. Το παρελθόν είναι υπο την εποπτεία του κορυφαίου Υφαντή, ο
οποίος με ζήλο γρηγορεί πάνω από κάθε κλωστή του υφαντού Του. Εσύ φίλε, ίσως
επιθυμούσες κάποιες κλωστές από το παρελθόν σου να τις ξηλώσεις και να τις καταστρέψεις.
Μάταιη επιθυμία. Τίποτα από όσα έγιναν δεν μπορεί να ξηλωθεί ή να καταστραφεί.
Μετανιώνεις για κάποια αμαρτία του παρελθόντος ; Καλό είναι να μετανοείς, αλλά
δεν είναι σωστό να σκέπτεσαι ότι μετανοώντας στο παρόν θα φέρεις στον ορθό
δρόμο κάποιο αμάρτημα του παρελθόντος. Το αμάρτημα παραμένει στη θέση του, ενώ
η μετάνοια στη δική της. Η μετάνοια έχει όφελος για το μέλλον και όχι για το
παρελθόν. Η μετάνοια δεν αποτελεί σβήστρα για το παρελθόν (τέτοια σβήστρα δεν
υπάρχει), η μετάνοια είναι ανακαίνιση της συνείδησης για το μέλλον. Ή μήπως θα
επιθυμούσες φίλε μου, να ανυψώσεις τα έργα σου και να μειώσεις τα έργα του
πλησίον σου ;Πίστεψέ με: η επιθυμία σου είναι ουτοπική, τα έργα του καθενός μας
βρίσκονται στο κερδισμένο ύψος του ιστού του υφαντού της ιστορίας, ούτε
εκατοστό πιο ψηλά από ότι είναι ούτε εκατοστό πιο κάτω. Από το παρελθόν ούτε
τίποτα σβήνεται ούτε τίποτα διορθώνεται : η ιστορία είναι το μοναδικό βιβλίο το
οποίο γράφεται χωρίς διορθώσεις.
Οι χριστιανοί μάρτυρες καίγονταν στην πυρά και φώναζαν :
Εμείς παρ’ όλα αυτά πιστεύουμε! Κατασπαράζονταν από τα θηρία και ψιθύριζαν :
Εμείς παρ’ όλα αυτά ελπίζουμε ! Καρφωμένοι στους σταυρούς στέναζαν : Εμείς παρ’
όλα αυτά αγαπάμε ! Τους κατεδίωξαν και κακοί και καλοί αυτοκράτορες : και οι
Νέρωνες και οι Τραϊανοί, στην Ασία και στην Αφρική, στα Βαλκάνια και στη
Βρετανία· τους περιφρόνησαν σαν να ήταν μιάσματα, τους απομάκρυναν σαν άχρηστες
πέτρες, τους τίναξαν σαν σκόνη από τα πόδια τους. Οι μορφωμένοι δεν ήθελαν να
τους καταλάβουν, οι ισχυροί δεν ήθελαν να τους ακούσουν, οι πλούσιοι δεν ήθελαν
να τους προστατεύσουν. Ολόκληρος ο κόσμος ήταν κουφός απέναντι στις ικεσίες
τους, τα άγρια θηρία είχαν περισσότερους φίλους από ότι αυτοί, οι νεκροί στους
τάφους δεν ζήλευαν τη ζωή τους. Παρ’ όλα αυτά όμως εκείνοι όσο η γη
περιστρεφόταν στον αέρα κοιτάζοντας τον ήλιο και κουβαλώντας μέσα της τα
σκουλήκια, σήκωναν το βλέμμα τους στον
ήλιο κι έλεγαν : «Εμείς παρ’ όλα αυτά αγαπάμε, ελπίζουμε και πιστεύουμε.
Αγαπάμε αυτή τη μαρτυρική ζωή και ελπίζουμε στην καλύτερη, και πιστεύουμε στο
μοναδικό Παντοδύναμο, που είναι πιο ψηλά από τον ήλιο και που μετρά όλους τους
πόνους μας και όλες τις αδικίες των βασανιστών μας». Αυτή την πεταμένη πέτρα,
που με το πόδι απομάκρυναν οι οικοδόμοι της τότε κοινωνικής ζωής, παρέλαβε ο
θεϊκός Οικοδόμος για θεμέλιο της Εκκλησίας Του, αυτό το πιο μεγάλο οικοδόμημα
που χτίστηκε ποτέ στη γη.
Να είμαστε αισιόδοξοι όταν πάσχουμε, γιατί τίποτα από όσα
παθαίνουμε δεν είναι χωρίς στόχο και χωρίς νόημα. Κάθε πάθημα αποτελεί βασικό
γεγονός εν γένει στη ζωή της ανθρωπότητας. Είναι σαν ένα εισιτήριο που πληρώνουμε
μπαίνοντας σε αυτό το παγκόσμιο θέατρο, το οποίο ο Θεός φώτισε με πολλούς
ήλιους και το στόλισε με πολλά θαυμαστά σενάρια. Εμένα τρεις φορές τα παθήματά
μου με έφθασαν κοντά στο θάνατο. Και μπορώ να σας μαρτυρήσω ότι δεν ήταν
ανυπόφορα ούτε φοβερά. Τα ενθυμούμαι ευχάριστα, γιατί αυτά είναι που έκαναν τη
ζωή μου σήμερα ομορφότερη και την ψυχή μου πληρέστερη και δυνατότερη.
Να είμαστε αισιόδοξοι όταν χάνουμε όπως και όταν κερδίζουμε,
όταν γερνάμε όπως και όταν είμαστε νέοι. Κάθε ηλικία έχει το μεγαλείο της και
την ιδιαίτερη ομορφιά της. Και η ψυχή μιας ογδοντάχρονης σκιρτά μπροστά στη χαρά
και τη λύπη με τον ίδιο τρόπο που το κάνει και η ψυχή ενός νέου και ορμητικού
πλάσματος. Να είμαστε αισιόδοξοι σαν χριστιανοί, γιατί στην πίστη μας έβρισκαν
τις παρηγοριές οι πιο απελπισμένοι, τις εμπνεύσεις οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες
του διαφωτισμού, οι μεγαλύτεροι και καλύτεροι άνθρωποι των τελευταίων 19
αιώνων.
Να είμαστε αισιόδοξοι, εάν δεν θέλουμε να γίνουμε ανάπηροι
στην ψυχή, δηλαδή πολύ περισσότερο βαριά ανάπηροι από εκείνο τον ανάπηρο
οπτιμιστή, ο οποίος κάθεται χωρίς πόδια στην πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο και
παρατηρεί τη ζωή.
Να είμαστε οπτιμιστές στη σκέψη, γιατί μόνο η οπτιμιστική
σκέψη φτάνει ως το Θεό.
Να είμαστε οπτιμιστές στα αισθήματα, γιατί ο οπτιμισμός
είναι φάρμακο για τη θλίψη και πηγή πραγματικής και αιώνιας χαράς.
Να είμαστε οπτιμιστές στα έργα μας, γιατί τα έργα μας
υφαίνονται στον ιστό του Θεού, και παραμένουν αιώνια όπως τα έργα του Θεού.
Να είμαστε οπτιμιστές, αφού η ζωή είναι οπτιμισμός και εμείς
οι άνθρωποι είμαστε οι καλύτεροι στυλοβάτες και οι ομορφότεροι εκφραστές της
ζωής.
Να είσαι οπτιμιστής σημαίνει να ζεις και δικαίως να εκτιμάς
τη ζωή.
Προσευχές στη λίμνη
Μάρτυρες πραγματικής πίστης , προσευχηθείτε στο Θεό για μας.
Σας πλησίασε η πίστη σας στο λαμπρό θρόνο της δόξας,
στολισμένο με ακτινοβόλα Σεραφείμ και πανίσχυρα Χερουβείμ. Είστε πιο κοντά στην
αθανασία από μας και η προσευχή σας είναι πιο καθάρια και ευπρόσδεκτη.
Μνημονεύστε και μας στη προσευχή σας, να ακουστούν οι φωνές
σας ακόμα περισσότερο στον ουρανό. Βαστάξτε μας πάνω σας και πιο γρήγορα, πιο
εύκολα θα πετάτε προς τον θρόνο της δόξας. Όποιος βαστά μόνο τον εαυτό του πιο
αργά βαδίζει και πιο πολύ σκοντάφτει. Όσο μεγαλύτερο το βάρος των αδελφών που
κουβαλάτε, τόσο πιο γρήγορα πετάτε.
Είπα στους ανθρώπους : Είστε όλοι σας μάρτυρες αλλά όχι του
ίδιου μαρτυρίου. Οι μάρτυρες πραγματικής πίστης δεν είναι ίδιοι με τους
μάρτυρες κίβδηλης πίστης. Όντως, τα οστά τους διαφέρουν, όχι μόνο η ψυχή. Αφού
η ψυχή μεταφέρει δύναμη και αδυναμία και στα οστά.
Εσείς που μαρτυρείτε πραγματική πίστη, υποφέρετε για εκείνο
που η πνευματική σας όραση βλέπει. Εσείς που μαρτυρείτε λάθος πίστη, πάσχετε
για εκείνο που τα σωματικά σας μάτια βλέπουν. Οι μεν υποφέρετε για πίστη φανερή
και αληθινή, οι δε πάσχετε για όνειρο και οφθαλμαπάτη.
Η πνευματική όραση ονόμασε τη γνώση της σεμνά –πίστη. Τα
μάτια ονόμασαν την πίστη τους υπερήφανα –γνώση. Και το ένα και το άλλο είναι
θεωρία, το πρώτο : θεωρία ήσυχης, λαμπερής ουσίας πραγμάτων, το δεύτερο :
θεωρία πυγολαμπίδων της ίδιας ουσίας στο σκοτάδι.
Απ’ όλα τα πράγματα πιο αναπόφευκτο είναι το μαρτύριό σας,
υιοί ουρανού, υιοί γης. Το μαρτύριό σας έγκειται στη φυγή σας. Ή ξεφεύγετε από
το σκοτάδι προς το φως ή από το φως προς το σκοτάδι. Εάν ξεφεύγετε από το σκοτάδι
προς το φως, θα εξεγείρετε τον κόσμο ενάντιά σας. Εάν ξεφεύγετε από το φως προς
το σκοτάδι, ο Ουρανός θα απομακρυνθεί από τους σπασμούς σας και την καταστροφή
σας.
Διασταυρώνονται οι δρόμοι των υιών των ανθρώπων και η
σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Αφού οι μεν βαδίζουν προς την Ανατολή, ενώ οι δε
προς την Δύση. Ο κύριος είναι εύσπλαχνος και στέλνει τους αγγέλους του παντού.
Η ψυχή μου είναι γεμάτη από μάρτυρες όπως ο καρπερός αγρός
σιτάρι και ζιζάνια. Οι μεν στραμμένοι στην Ανατολή, οι δε στη Δύση.
Ψιθυρίζω στην ψυχή μου τα μεσάνυχτα : Έως πότε θα
σταυρώνεσαι μεταξύ παραδείσου και κόλασης ; Συγκεντρώσου, και ξεκίνα προς τα
κει όπου οι μάρτυρες πραγματικής πίστης βάδισαν.
Ψιθυρίζω στον γείτονά μου την αυγή: Μην προχωράς πολύ στον
καλοπατημένο δρόμο, πολλά ψοφίμια βρομούν γύρω του. Ας πάρουμε το δρομάκι του
βουνού. Είναι απόκρημνο, αλά σ’ αυτό δεν βρομούν ψοφίμια.
Ψιθυρίζω πρωί βράδυ σ’ εσάς, μάρτυρες πραγματικής πίστης :
Προσευχηθείτε στο Θεό για μας.
Μάρτυρες καλής ελπίδας, προσευχηθείτε στο Θεό για μας.
Εσείς που θάψατε όλες τις ελπίδες για να σας πλουτίζει μόνο
μία.
Που περιμένατε το τέλος πολλών ανθρώπινων ελπίδων και είδατε
τη στάχτη.
Που είδατε πολλά δακρυσμένα μάτια να γυρίζουν από το
νεκροταφείο των ελπίδων τους.
Που ακούσατε πολλές εξομολογήσεις για τη δυσοσμία κάθε
γήινης ελπίδας από τα πέρατα.
Και που αφήσατε να σας σταυρώσουν για τη μια, επιλεγμένη
ελπίδα, που δεν τελειώνει με στάχτη, νεκροταφείο, ή δυσοσμία.
Σ’ εσάς προσευχόμαστε και εσάς προσκυνούμε, προσευχηθείτε
στο Θεό γα μας.
Είδα παιδί να κυνηγά για καιρό ένα πουλί με πολύχρωμα
πούπουλα και πράσινο ράμφος, κι όταν τόπιασε του πουλί το τσίμπησε κι εκείνο άρχισε να κλαίει.
Είπα : Τέτοιοι είστε με τις ελπίδες σας, παιδιά των ανθρώπων
και τέτοιο είναι το τέλος σας.
Είδα πάλι, παιδί να κυνηγά
για καιρό σμήνος ανοιξιάτικων πεταλούδων κι όταν έφτασε μια πεταλούδα
την άφησε κι έτρεξε γι’ άλλη, που του φάνηκε πιο όμορφη.
Είπα : Τέτοιοι είναι οι υιοί των ανθρώπων και τέτοια η
διαδρομή τους, ολάκερη ζωή πίσω από πολλές επιθυμίες.
Όντως, η διαδρομή σας κουραστική, μάταιη. Σαν έρθει η στιγμή
του θανάτου, δεν θα ξέρετε να πείτε γιατί τρέχατε. Σαν έρθει η στιγμή του
θανάτου, δεν θα ξέρετε να πείτε γιατί τρέχατε. Και θα μπείτε σ’ άλλο κόσμο μ’
άδεια χέρια και συγχυσμένη καρδιά.
Και οι υιοί του ουρανού έχουν κουραστική διαδρομή μα όχι
μάταιη. Και σαν έρθει η στιγμή του θανάτου, θα ξέρουν να πουν γιατί έτρεχαν.
Και σ’ άλλο κόσμο θα έχουν γεμάτα χέρια και ξεκούραστη καρδιά.
Ο αετός κάτω από τα σύννεφα βλέπει αρνί στο λιβάδι,
κατεβαίνει και ρωτά τα σπουργίτια που στέκουν στην πλάτη του : Δεν βλέπετε το
αρνί ;Και εκείνα του απαντούν : Όχι δεν βλέπουμε. Έτσι είναι και με τους
μάρτυρες της καλής πίστης. Από μακριά βλέπουν την τροφή τους και τρέχουν γι’
αυτήν, ενόσω οι γείτονες αυτής της τροφής περπατούν πάνω της και δεν την
βλέπουν.
Είναι μακρύ το ταξίδι για την καλή ελπίδα. Όμως το παλικάρι
ξεκινά να τρέχει και πετά όλες τις απατηλές ελπίδες κάτω και τις πατά όπως τα
ξεραμένα φύλλα. Είναι πολλά, πάρα πολλά, εμπόδια μέχρι την ελπίδα του κι ο
θάνατος είναι ένα απ’ αυτά. Όμως, αυτό τα υπερπηδά όλα, υπερπηδά και το θάνατο,
και τρέχει για την ελπίδα του.
Μάρτυρες καλής πίστης, που σαν το σμήνος λευκών περιστεριών
χορεύετε γύρω απ’ το ουράνιο φως, προσευχηθείτε στο Θεό για μας.
Μάρτυρες μεγάλης αγάπης, προσευχηθείτε στο Θεό για μας.
Εσείς που γνωρίσατε αγάπη πιο δυνατή από το θάνατο,
προσευχηθείτε στην Αγάπη για μας.
Τυχερά γλυτώσατε σ’ αυτή τη ζωή από τα δίχτυα της πρόσκαιρης
αγάπης, που σαν λιγοστό χρώμα στο βράχο ξεθωριάζει στη βροχή.
Κηρύξατε ότι η αγάπη είναι πιο μυστηριώδης από το σώμα, και
αιωνιότερη από τα’ άστρα του ουρανού.
Μέσω της αγάπης καταλάβατε το δένδρο, την πέτρα, τα θηρία
του βουνού και τα ψάρια του νερού. Η αγάπη σπάει την σφραγίδα όλων των
μυστηρίων και όλα τα πράγματα δείχνονται γυμνά στον αγαπημένο τους.
Γεμίσατε με την αγάπη όλους τους προφήτες, ικανοποιήσατε
όλες τις ευσεβείς εντολές και σκεπάσατε όλους τους νόμους.
Μέγιστοι κατακτητές ποιος είναι πιο δυνατός από σας ;
Σοφότατοι, ποιος είναι πιο σοφός από σας ;
Πολύτιμα πετράδια, ποιος
είναι πιο σπάνιος από σας ;Θεοί, που είδατε τους εαυτούς σας στον Θεό και τον
Θεό μέσα σας.
Που έχετε μεγαλύτερη τιμή από τους αγγέλους, αφού οι άγγελοι
έγιναν άγγελοι χωρίς βάσανο και μαρτύριο.
Σε σας προσευχόμαστε και εσάς προσκυνούμε, προσευχηθείτε στο
Θεό για μας.
Για να καθαριστούμε κι εμείς από την αγάπη της οφθαλμαπάτης,
που τελειώνει με μίσος.
Για να στέψουμε την πίστη και την ελπίδα μας με στέμμα,
μπροστά στο οποίο οι ήλιοι έχουν μικρή αξία.
Για να αναβλέψουμε, να γνωρίσουμε, να χαρούμε με χαρά που
μόνο οι άγγελοι μπορούν να χαίρονται.
Για να γίνει η ζωή μας τρισήλιος λάμψη, παρόμοια μ’ εκείνη
απ’ όπου έρχεται όλη η λάμψη που δεν ανακατώνεται με σκότος.
Για να δούμε κι εμείς τον αΐδιο πατέρα μέσα μας, και τον
προαιώνιο Υιό Του και το Πνεύμα το Άγιο.
Μάρτυρες μεγάλης αγάπης, μόνο το μαρτύριό σας είναι
μικρότερο από την αγάπη σας. Κάθε αγάπη γήινη φέρνει βάσανο, μεγαλύτερο απ’
αυτή την αγάπη. Εσείς όμως αγαπήσατε εκείνο που είναι μακρύτερο από το χρόνο
και πλατύτερο από το χώρο.
Ακούγοντας για το μαρτύριό σας τα θνητά σας αδέλφια το
θεωρούν απίστευτο και δυσβάστακτο. Μόνο επειδή αυτοί πράγματι μπορεί να
μεταφερθούν στα πάθη σας αλλά όχι και στην αγάπη σας, στο νόημα των παθών σας. Ώ, να μπορούσαν να μεταφερθούν και στην αγάπη
σας ! Όλα σας τα πάθη γι’ αυτούς θα ήταν παιχνίδι, όπως ήταν και για σας. Σαν
την παγωμένη βροχή και τον δυνατό άνεμο μες τη νύχτα, που είναι παιχνίδι για τη
μάνα που σπεύδει στο παιδί της σπίτι.
Εκείνου που στόχο μεγαλύτερο από τον κόσμο, ο κόσμος δεν
μπορεί να του κάνει τίποτα.
Εκείνον που σπεύδει προς σπίτι πλατύτερο από τον χώρο, ο
χώρος δεν μπορεί να τον κρατήσει.
Εκείνον που χει αγάπη πολυτιμότερη από τις δημιουργίες του
χρόνου, ο χρόνος δεν μπορεί ούτε να τον σταματήσει ούτε να τον πατήσει.
Μέσα απ’ όλα τα βράχια και τις θύελλες η Αγάπη οδηγεί τους
αγαπημένους της και τους τραβά προς τον εαυτό της.
Μάρτυρες μεγάλης αγάπης, προσευχηθείτε στο Θεό για μας.
Λιώνουν τα χιόνια στο βουνό, όταν ο ήλιος λάμψει, και τα
ποτάμια ρέουν για να πλύνουν τη γη.
Ποιος ήλιος θα λιώσει χιόνια από τις κορυφές των ψυχών σας,
υιοί ανθρώπου, και θα πλύνει τη γη σας ;
Σαν τσουχτερή παγωνιά, έτσι είναι σφιγμένη η ψυχή σας από
τις αμαρτίες. Σαν το περσινό χιόνι που σκεπάζεται από το καινούργιο, έτσι
ακίνητα κείτεται η περσινή και η προπέρσινή σας αμαρτία, η κλίνη για τη σημερινή
σας αμαρτία και για την αυριανή.
Δεν θα είχατε αμαρτία, εάν δεν είχατε αμαρτωλότητα, εάν δεν
είχατε αμαρτωλή βούληση, δεν θα είχατε αμαρτία. Δεν θα κρατιόταν το χιόνι στο
βουνό, εάν ήταν ζεστή η γη. Εάν η γη ήταν ζεστή και εάν η κρύα ομίχλη , που κρύβει
τον ήλιο, παραμεριζόταν, δεν θα κρατιόταν χιόνι ούτε στο βουνό ούτε στην
κοιλάδα.
Η κρύα ομίχλη μεταξύ σας και του ήλιου σας, μαζεύει χιόνι
στο χιόνι και πάγο στον πάγο.
Ποιος θα πάρει τις αμαρτίες σας, και την παγωνιά σας ποιος
θα ξεπαγώσει ;
Μάταια δίνετε άφεση αμαρτιών στους εαυτούς σας. Με την άφεση
των αμαρτιών σας από χιόνι φτιάχνετε πάγο κι επάνω στη γυαλιστερή κλίνη ξανά
χιονίζει και τη σκεπάζει.
Μόνο το φως της τρισηλίου Θεότητας μπορεί να πάρει τις
αμαρτίες σας, όπως μόνο ο ήλιος μπορεί να λιώσει χιόνι στο βουνό, να λιώσει
χιόνι και πάγο και να δελεάσει άνθη να βγουν από τη μαύρη γη.
«Συγχωρούνται οι αμαρτίες σου, σήκω!». Άνθρωπε, γνωρίζεις
εκείνον που έχει την εξουσία να σε χαιρετήσει μ’ αυτά τα γλυκά λόγια ; Σου
ορκίζομαι, δεν θα τον βρεις ούτε θα τον συναντήσεις στη γη, μα κι όλη αν την
σκάψεις απ’ άκρη σ’ άκρη. Μα κι όλους τους πλανήτες που περιστρέφονται γύρω από
τον ήλιο να σκάψεις, δεν θα τον βρεις. Γιατί αυτός δεν από χώμα και η γη δεν
τον τρέφει.
Τούτος είναι ο ουράνιος άνθρωπος, σωτήρας της ψυχής σου, μακριά
από εκείνον που δίνει άφεση αμαρτιών στον εαυτό του, ενώ κοντά, εγγύτατα σ’
εκείνον, που μισεί τις αμαρτίες του και κραυγάζει στον ουρανό για να τις εξολοθρεύσει.
Ο νους του είναι πιο καθαρός και ο λόγος του πιο καυτός από
τον ήλιο. Ώστε λιώνει χιόνι απ’ την ψυχή του ανθρώπου και δελεάζει άνθη να
μεγαλώνουν. Ολόκληρους ορόφους στοιβαγμένου χιονιού και πάγου μπορεί να λιώσει
και όλη τη γη να πλύνει. Αυτόν κάλεσε από το βάθος της ψυχής σου και θα’ ρθει.
Όταν φωνάξει: «Συγχώρεσα τις αμαρτίες σου», τότε η ψυχή σου,
που τώρα είναι σκυμμένη κάτω από το βάρος των αμαρτιών, θα γίνει ελαφριά και
αεικίνητη, και θα φύγει η ασθένεια από το σώμα σου.
Οι αμαρτίες της ψυχής είναι πληγές της ψυχής. Πως θα είναι
το σώμα σου υγιές με την ψυχή πληγωμένη ;
Ο άμυαλος λέει : Κοίτα το γείτονά σου, σκληρό αμαρτωλό, πως
το σώμα του ανθίζει από υγεία ! Πράγματι, η αμαρτία της ψυχής δεν ζημιώνει το
σώμα, λέει ο άμυαλος.
Περίμενε άμυαλε, περίμενε λίγο ακόμα, ώσπου το πύον της
ψυχής να βγει μέσα από το σώμα. Τότε θα κλειδώσεις το στόμα σου και θα φεύγεις
από την αμαρτία όπως φεύγεις από τη βρωμερή σαπίλα. Περίμενε ώσπου το σκουλήκι
να φάει από μέσα το μήλο και θα στεναχωρηθείς για τον εξωτερικό του μαρασμό και
την κιτρινίλα.
Τότε κι εσύ θα στηθείς με τους πανουκλιασμένους δίπλα στο
δρόμο και θα φωνάζεις όπως στο νεκροκρέβατο :«Υιέ του Θεού, ελέησόν με!».
Και τότε θα ακούσεις –και θα καταλάβεις τα λόγια της
σωτηρίας: «Σε απάλλαξα από τις αμαρτίες σου, πήγαινε εν ειρήνη!»
Ακούω φωνή απ’ τα βάθη να μιλά : Ο αναμάρτητος θα βαδίζει
μεταξύ αρρώστων και δεν θα αρρωσταίνει. Αφου η απουσία αμαρτίας είναι υγεία και
ισχύς, πληρότητα υγείας και ισχύος.
Ο αναμάρτητος δεν πεθαίνει. Και εάν πεθάνει ο αναμάρτητος
λόγω των αμαρτιών των άλλων, θα ζωντανέψει.
Σαν όλες τις αρρώστιες – και ο θάνατος είναι αρρώστια, που
τον φέρνει η αμαρτία. Και όπως ούτε μια αρρώστια δεν έχει εξουσία πάνω στον
αναμάρτητο, έτσι ούτε ο θάνατος δεν έχει εξουσία πάνω του. Όντως, υιοί της γης,
και ο θάνατος δεν είναι άλλο παρά αρρώστια.
Ας σηκωθεί εκείνος, ο οποίος είναι αφέντης πάνω από την
αμαρτία, και θα είναι αφέντης πάνω στις αρρώστιες. Και θα θεραπεύει τους
αρρώστους, και θα ανασταίνει τους νεκρούς.
Η απουσία αμαρτίας σημαίνει άφθονη ζωή, ενώ η αμαρτωλότητα
λίγη ζωή. Αν πετάτε καυτά κάρβουνα στο πράσινο χόρτο, δεν θα το κάψετε. Ενώ το
αποξηραμένο χόρτο, χωρίς χυμό ζωής, θα το κάψουν τα καυτά κάρβουνα. Μπροστά
στον αναμάρτητο οι αρρώστιες είναι πιο ανίσχυρες, απ’ ότι η φωτιά μπροστά στο
πράσινο χόρτο.
Ο αναμάρτητος έχει άφθονη ζωή, και προσφέρει, ο αμαρτωλός
έχει λίγη ζωή και αρπάζει. Όποιος έχει άφθονη ζωή, σ’ αυτόν δίδεται κι άλλη,
όπως το νερό σε γεμάτη θάλασσα. Όποιος έχει λίγη ζωή, απ’ αυτόν παίρνεται. Και
όσο περισσότερο θ’ αρπάζει, τόσο λιγότερο θα έχει. Πράγματι, η ζωή είναι δώρο
και γίνεται μόνο να χαριστεί, και χαριζόμενη πολλαπλασιάζεται. Ενώ ο απαγωγέας
όλο και περισσότερο θα σμικραίνει, ώσπου να εξαφανιστεί.
Στο χόρτο του βουνού βαδίζει η ακοή : η αμαρτία και η
αρρώστια δεν μπορούν να ραγίσουν και να αποσυνθέσουν τη ζωή, μόνο μπορούν να τη
συμπιέσουν και να πάρουν τη θέση της.
Στην πράσινη λίμνη γάργαρη η ακοή : η άφθονη ζωή είναι πιο
δυνατή από την πολλή αμαρτία και η άφθονη ζωή διώχνει την αμαρτία και λαμβάνει
τη θέση της.
Σ’ όλη τη γη βαδίζει η ακοή : η ζωή και η αρρώστια παίρνονται
σαν υπαρκτές και ανύπαρκτες, το βασίλειο της μιας δεν ξέρει για το βασίλειο της
άλλης.
Σ’ όλη την οικουμένη των άστρων ψιθυρίζει η ακοή : η επαφή
με τον Θεό καθαρίζει από τις αμαρτίες, η επαφή με τον Θεό θεραπεύει από τις
αρρώστιες, η επαφή με τον Θεό σώζει από τον θάνατο.
Οι προφήτες και οι σοφοί φωνάζουν εκείνο που οι άγγελοι
ψιθυρίζουν : όποιος ακουμπήσει τη ζωή, θα ζει, όποιος ακουμπήσει την αμαρτία,
θα πεθάνει. Όποιος γνωρίζει τη ζωή, αυτόν και η ζωή τον γνωρίζει. Όποιος
γνωρίζει τον θάνατο, αυτόν και ο θάνατος τον γνωρίζει. Η ζωή δεν έχει μάτια για
τον θάνατο, ούτε ο θάνατος για τη ζωή.
Κοίτα, πως η παρουσία του ερχόμενου απ’ τον ουρανό θεραπεύει
εκείνους που ομολόγησαν ζωή, και νεκρώνει εκείνους που ομολόγησαν θάνατο !
Κοίτα πόσο υπερπλήρης ζωής είναι ο Υιός τη Παρθένου και πως
τη δίνει σ’ εκείνους τους υιούς γυναικών που επέστρεψαν στη σεμνότητα κοπέλας
και αρραβωνιάστηκαν ζωή του Ζωοδότη !
Κοίτα, πόσο εύκολο είναι στον Υπερπλήρη να εκχυθεί και στον
Αναμάρτητο να δίνει άφεση αμαρτιών και στον Υγιή να θεραπεύει και στον Ζωηφόρο
τους νεκρούς να ανασταίνει !
Ψυχή μου, σήκω και περπάτα. Απαλλάσσεσαι από τις αμαρτίες.
Θεραπεύεσαι από την αδυναμία και ο θάνατος είναι έτοιμος για φυγή.
Σε μικρό λιβάδι, που η αμαρτία και η αρρώστια ακόμα δεν σου
το αρπάξανε, αναστήσου, ψυχή μου. Και όλα τα παλιά σου λιβάδια, αρπαγμένα από
το ανύπαρκτο, θα είναι πάλι δικά σου.
Κύριέ μου αγαπητέ, πιστεύω και ομολογώ ότι Εσύ είσαι η ζωή.
Μόνο απάλλαξέ με από τις αμαρτίες, Δόξα μου, και όλα τ’ άλλα
θα μου δοθούν μόνα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου